31.1.16

Αναμνήσεις από το μέλλον…



Ο ρεπόρτερ Κατάλευκος είχε ξαπλώσει πίσω στην πολυθρόνα του γραφείου του, είχε πάρει το νοσταλγικό του ύφος και έχοντας στήσει απέναντί του τον βοηθό του, τον Τζώνη, διηγούνταν μια ιστορία του εικοστού αιώνα, δύο δεκαετίες πριν καν γεννηθεί ο νεαρός:




«Που λες, μικρέ μου, τότε ένα ταξίδι στο εξωτερικό ήταν άπιαστο όνειρο για τον πολύ κόσμο. Μόνο αν ήσουν πλούσιος ή επιχειρηματίας πήγαινες στην Ευρώπη. Καλά για Αμερική ή άλλα μέρη ούτε να το σκεφτεί κανείς. Οταν έπαιρνε κανείς τριάντα χιλιάδες δραχμές μισθό και το εισιτήριο έκανε σαράντα, ποιος μπορούσε να ταξιδέψει; Με το τρένο πήγαιναν οι πιο πολλοί. Μέρες ολόκληρες το ταξίδι.
«Είχαμε κάτι μεγάλα μπλε διαβατήρια που έγραφαν Ελληνική Δημοκρατία, που για να τα βγάλεις έκανες έναν μήνα και παραπάνω. Τα έβλεπαν οι ξένοι στα τελωνεία των λιμανιών, των σιδηροδρομικών σταθμών και των αεροδρομίων και κατευθείαν μάς θεωρούσαν ύποπτους. Κάτι σαν Αραβες ή Τούρκους, που θέλανε να χωθούνε στη χώρα τους και να μείνουν ως παράνομοι μετανάστες για να δουλέψουν…



Στεκόμασταν ατέλειωτες ώρες στην ουρά των αεροδρομίου μέχρι να μας εξετάσουν εξονυχιστικά έναν έναν. Μας κάνανε σωματικούς ελέγχους, μας αδειάζανε τις βαλίτσες και, γενικώς, μας είχαν του κλότσου και του μπάτσου.
«Και μετά τους ελέγχους, νομίζεις ότι είχαμε λεφτά να κινηθούμε στο εξωτερικό; Το ελληνικό κράτος επέτρεπε να βγάζεις έξω συγκεκριμένο ποσό, το λεγόμενο τουριστικό συνάλλαγμα. Τόσα δολάρια, τόσα γερμανικά μάρκα, τόσα γαλλικά φράγκα. Αν σε τσάκωναν στο δικό μας αεροδρόμιο -άλλοι έλεγχοι εδώ- να κρατάς παραπάνω, σε κλείνανε μέσα για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος. Πολύ σοβαρό αδίκημα, διότι η χώρα χρειαζόταν το σκληρό ξένο νόμισμα για ν’ αγοράζει τα χρειαζούμενα. Οι δραχμές έξω δεν είχαν καμιά αξία.
Κρατούσαμε λοιπόν λίγα και πολύτιμα λεφτουδάκια όταν φεύγαμε έξω. Ισα που φτάνανε για κανένα φτηνοξενοδοχείο και το φαγητό. Το τι κομπίνες κάναμε για να αυξήσουμε λίγο τα λεφτά μας, δεν περιγράφεται.
Τυλίγαμε κανένα εκατοδόλαρο που παίρναμε στη μαύρη αγορά σε νάιλον, αδειάζαμε την οδοντόβουρτσα και το περνούσαμε στο σωληνάριο από την κάτω πλευρά. Οι γυναίκες έβαζαν χαρτονομίσματα ανάμεσα στα βυζιά τους, ελπίζοντας να μην τις πιάσουν. Και ήταν τότε οι ξένες αγορές γεμάτες πράγματα που δεν βρίσκαμε στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε τότε ελεύθερη διακίνηση αγαθών μέσα στην Ευρώπη, όπως τώρα. Βλέπαμε φωτογραφικές μηχανές, κασετόφωνα, ρολόγια, καλά υφάσματα και άλλα τέτοια και γουρλώναμε τα μάτια. Αλλά πού να βρούμε λεφτά να τα αγοράσουμε; Και να βρίσκαμε, μόλις προσγειωνόμασταν στην Αθήνα, καινούργιοι έλεγχοι. Βλέπανε τι είχαμε φέρει και μας βάζανε δασμούς για να τα μπάσουμε μέσα...».
- «Ενδιαφέρουσες όλες αυτές οι παλιές ιστορίες, αρχηγέ, αλλά γιατί μου τις λες;», ρώτησε ο Τζώνης. «Τι με νοιάζουν εμένα;».
- «Διότι δεν είναι ιστορίες απ’ το παρελθόν, ανόητε νεανία», μούγκρισε ο Κατάλευκος. «Είναι σκηνές από το μέλλον σου, μόλις βγούμε από τη Σένγκεν και ενώ θα συνεχίσουμε να έχουμε το σημερινό οικονομικό χάλι. Κατάλαβες;».
Η γνώμη μου:
Ο από μηχανής θεός
Ρωτάμε κυβερνητικά στελέχη για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με το Ασφαλιστικό και με τους αγρότες. Οι αισιόδοξοι απαντούν μ' ένα γενικόλογο «θα καταφέρουμε να περάσουμε τον κάβο», ενώ οι απαισιόδοξοι αρκούνται σ' ένα ακόμα πιο γενικό «είναι δύσκολα τα πράγματα». Στην πραγματικότητα και οι μεν και οι δε ελπίζουν σε κάποιο πολιτικό θαύμα, σ' έναν νεοελληνικό από μηχανής θεό που θα τους λυτρώσει απ' αυτό που βιώνουν: Τον λαό να διαδηλώνει όλο και πιο άγρια εναντίον μιας κυβέρνησης που θέλει να λέγεται αριστερή.
Λυπάμαι, αλλά από μηχανής θεός δεν υπάρχει στην πραγματική ζωή, μόνο στο αρχαίο θέατρο. Αντιθέτως, υπάρχει ο διάβολος που, παρά τα όσα λέει η παροιμία, εμφανίζεται ακριβώς εκεί που τον έχουν σπείρει.
Στην είσοδο της Agrotica, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν βρέθηκε μπροστά σε ακροδεξιούς και προβοκάτορες, βρέθηκε μπροστά στους διαβόλους που η ίδια έσπερνε επί πέντε και παραπάνω χρόνια ως αντιπολίτευση.
Ο,τι σπέρνεις θερίζεις ή όπως στρώσεις θα κοιμηθείς.

Δημήτρης Καμπουράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου