7.12.16

Εγκαταλείποντας τον «σοσιαλιστικό παράδεισο»…



Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο «σοσιαλιστικός παράδεισος» της Αλβανίας κατέρρευσε, με αποτέλεσμα ένα τεράστιο οικονομικό κραχ, πείνα, ελλείψεις αγαθών, και μπόλικη πολιτική και κοινωνική αναταραχή. Έτσι, πολλοί Αλβανοί αποφάσισαν να «δραπετεύσουν» από την μέχρι τότε διεθνώς αποκλεισμένη χώρα τους.



Η δυστυχία που βίωναν ήταν ανείπωτη, και αν και δεν γνώριζαν παρά από φήμες το πώς ήταν ο υπόλοιπος κόσμος, πολλοί ήταν εκείνοι που τα έπαιξαν όλα για όλα και έφυγαν για το εξωτερικό, σκοπεύοντας σε μια καλύτερη ζωή…


Οι περισσότεροι πήγαν στην Ιταλία η οποία απέχει περίπου 150 χιλιόμετρα από τα αλβανικά λιμάνια, παρασυρμένοι από τον πλούτο και την πολυτέλεια που έβλεπαν στα ιταλικά τηλεοπτικά κανάλια.
Το φορτηγό πλοίο Vlora είχε μόλις επιστρέψει στο λιμάνι του Durrës από την Κούβα, με ένα φορτίο ζάχαρη, και με έναν από τους κινητήρες του εκτός λειτουργίας, όπου και περίμενε να επιδιορθωθεί. Στο μεταξύ, χιλιάδες απελπισμένοι Αλβανοί είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή ψάχνοντας ένα οποιοδήποτε πλωτό μέσο για να πάνε απέναντι στην ονειρεμένη τους Ιταλία.
Κανένας αρμόδιος δεν προσπάθησε ούτε και μπορούσε να τους σταματήσει, οπότε την 7η Αυγούστου του 1991 10.000 περίπου από αυτούς (κάποιοι κάνουν λόγο για 20.000) επιβιβάστηκαν στο εν λόγω καράβι, άλλοι σκαρφαλώνοντας στα παλαμάρια του, κι άλλοι απ’ τα τοιχώματα, γεμίζοντας κυριολεκτικά απ’ άκρη σε άκρη σαν σαρδέλες το σκάφος. Αρκετοί μάλιστα κρέμονταν στο πλάι από ανεμόσκαλες, σε ολόκληρη τη διάρκεια του ταξιδιού!



Ο καπετάνιος Halim Milaqi, ανήμπορος να τους μεταπείσει, αφού κάποιοι από τους «λαθρεπιβάτες» ήταν και οπλισμένοι, αποφάσισε να σαλπάρει για την Ιταλία, φοβούμενος το τι θα συνέβαινε αν οι ίδιοι οι λαθρεπιβάτες αναλάμβαναν να το «οδηγήσουν» οι ίδιοι, όπως απειλούσαν.
Πλέοντας με τους βοηθητικούς του κινητήρες, χωρίς ραντάρ, με υπέρβαρο, και χωρίς ψυκτικούς σωλήνες, τους οποίους είχαν κόψει οι επιβάτες για να δροσιστούν, και με τον καπετάνιο να χρησιμοποιεί θαλασσινό νερό για την ψύξη των μηχανών, το σκάφος ταξίδεψε προς την Ιταλία. Ευτυχώς που ο καιρός ήταν καλός, και έτσι το πλοίο κατέφτασε στο Μπρίντιζι, τα χαράματα της 8ης Αυγούστου.
Εκεί, το λιμενικό συνέστησε στον πλοίαρχο να μην δέσει, οπότε κι αυτός έβαλε πλώρη για το Μπάρι, στο οποίο έφτασε ασθμαίνοντας μετά από 7 ώρες (απόσταση μόλις 100 χλμ). Εκεί οι ιταλικές αρχές έκαναν μια προσπάθεια να εμποδίσουν την είσοδο του πλοίου στο λιμάνι, τοποθετώντας μικρά σκάφη στην είσοδό του, ελπίζοντας πως θα επέστρεφε στην Αλβανία. Ο καπετάνιος όμως έκανε έκκληση, εξηγώντας την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι επιβάτες του, μετά από 36 ώρες χωρίς τροφή και νερό, μέσα στην καυτή ζέστη, αρνούμενος να γυρίσει πίσω. Είπε μάλιστα ότι υπήρχαν και αρκετοί τραυματισμένοι, που έχρηζαν ιατρικής φροντίδας, τονίζοντας ότι το πλοίο είχε και σοβαρές μηχανικές βλάβες. Τελικά, οι αρχές επέτρεψαν στο σκάφος να δέσει σε μια απομακρυσμένη αποβάθρα, η οποία χρησιμοποιούνταν για το ξεφόρτωμα φορτίων κάρβουνου.



Η «σκληρή» πολιτική της τότε ιταλικής κυβέρνησης ήταν να απαγορεύει την προσέγγιση προσφυγικών πλοίων, και να απελαύνει πάραυτα όσους κατάφερναν να αποβιβαστούν. Γι αυτό και οι Αλβανοί που κατέβηκαν από το πλοίο, κάθε άλλο παρά θερμή υποδοχή έζησαν, με τις τοπικές αρχές να έχουν εντολές από τη Ρώμη να τους κρατήσουν περιορισμένους στο χώρο του λιμανιού, χωρίς καμιά υλική ή άλλη βοήθεια, και να σταλούν πίσω στην πατρίδα τους με την πρώτη ευκαιρία.
Στη συνέχεια, τους μετέφεραν με λεωφορεία στο εκτός χρήσης στάδιο Vittoria, όπου θα τους κρατούσαν μέχρι να τους απελάσουν.
Όταν σε λίγες ώρες οι πρόσφυγες κατάλαβαν ότι η Ιταλία δεν τους ήθελε, και πως θα τους έστελνε πίσω, προσπάθησαν δια της βίας να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό, και αρκετοί τα κατάφεραν δίνοντας θάρρος και στους υπόλοιπους. Τότε είναι που οι αρχές σταμάτησαν να φέρνουν κι άλλους, κλείδωσαν τις πύλες, και ουσιαστικά τους φυλάκισαν μέσα στο στάδιο.
Την νύχτα η ατμόσφαιρα εκτραχύνθηκε, με εκτεταμένα επεισόδια και συγκρούσεις με την αστυνομία, οπότε και πολλοί κατάφεραν να αποδράσουν και να κινηθούν προς την πόλη. Την επόμενη μέρα όμως 3.000 πρόσφυγες απελάθηκαν, ενώ πολλοί επέστρεψαν στη χώρα τους εθελοντικά, απογοητευμένοι από την εχθρική υποδοχή, τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης, και την συνειδητοποίηση ότι όλα όσα είχαν ακούσει για ζεστή υποδοχή ήταν ψέματα.
Η σκληρή αυτή αντιμετώπιση των Αλβανών προσφύγων από πλευράς ιταλικής κυβέρνησης στηλιτεύτηκε από τις διάφορες διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις, και από τον ίδιο τον Πάπα, πλην όμως οι αρχές την θεώρησαν θεμιτή, αφού έτσι πίστευαν πως θα απέτρεπαν την περαιτέρω μαζική μετανάστευση Αλβανών στην Ιταλία…

S.A.

ΥΓ-Κάποιοι ακόμη επιμένουν, ότι όλο αυτό το κύμα Αλβανών προσφύγων το ξεκίνησε ο… Σαμαράς!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου