24.9.18

Η βία της μεταεθνικής κοινωνίας…


Διαβάζω τον σχολιασμό για το περιστατικό στο κοσμηματοπωλείο, στην Ομόνοια. Και "πνίγομαι" από ποταμούς συναισθήματος και ταξικού μίσους. Δεν βλέπω όμως πουθενά μια λέξη για το πώς φτάσαμε στο uomo uomini lupus. Πώς έγινε ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος;





Από την απώλεια των βεβαιοτήτων που γεννούσε η εθνική κοινωνία. Το υπέρτατο επίτευγμα του ανθρωπίνου πολιτισμού. Οι οποίες σε έκαναν να λειτουργείς με τρόπο που χαρακτηρίζει τις ανώτερες ποιότητες του ανθρωπίνου είδους, όχι να αντιδράς σαν αγρίμι που βρίσκεται σε κίνδυνο - όπως τώρα. Γιατί βγαίνοντας από το σπίτι σου θωρούσες ανθρώπους που συνιστούσαν τον υπέροχο ορισμό του Ηροδότου…



Ο πατέρας της έννοιας τού πολίτη προσδιόρισε ως κοινούς και αδιαίρετους παράγοντες το Όμαιμο, το Ομόφυλο, το Ομόθρησκο, το Ομόγλωσσο και το Ομότροπο. Ήτοι, χαρακτηριστικά γνωρίσματα τού Έλληνα ήταν το ελληνικό αίμα, η Λευκή Φυλή, η Ελληνική εν προκειμένω Ορθόδοξη Θρησκεία, η Ελληνική Γλώσσα και ο Ελληνικός Πολιτισμός.
Αυτά χάθηκαν μέσα σε 2-3 δεκαετίες. Πλημμυρίσαμε από αλλόφυλους, αλλόαιμους, αλλόθρησκους, αλλόδοξους, αλλόγλωσσους, σεξουαλικά αλλοπρόσαλλους. Και κυρίως, αλλότροπους. Τονίζεται το τελευταίο, γιατί το έθνος δεν είναι παρά η κοινότητα εκείνων που μοιράζονται την αυτή κοσμοαντίληψη.
Μεγαλώσαμε σε σπίτια με πόρτες ανοιχτές. Με το γειτονόπουλο, αφήναμε τα κλειδιά πάνω στην πόρτα για να έρθει ο ένας ή ο άλλος , να παίξουμε. Τώρα, την μοναδική φορά που αφήσαμε ένα καλοκαιρινό βράδυ μια μπαλκονόπορτα ανοιχτή για δροσιά, μας λήστεψαν.
Ουδέποτε μας πήγε η μάνα μας στο σχολείο. Σήμερα όλη η οικογένεια ασχολείται να πάει και να φέρει το βλαστάρι. Ο ναρκέμπορος πουλάει ανενόχλητος έξω απ' την πόρτα του σχολείου. Και να πιαστεί θα βγει αμέσως με τον Νόμο Παρασκευόπουλου.
Τα ψιλικατζίδικα, ιδίως κοντά σε περάσματα και μεγάλες πλατείες έμεναν ανοιχτά ως αργά, για τους μερακλήδες που θα γύρευαν τσιγάρα και ποτά. Ή ρυζόγαλο. Όχι σπάνια, ο μαγαζάτορας αποκαμωμένος ο ίδιος, άφηνε την κόρη του στο πόδι. Ναι, κοπελίτσα, μεταμεσονύκτια. Άφοβα. Τώρα, κάθε τέτοιο μαγαζάκι από την Βάθης μέχρι τα Πατήσια που επιβιώνει ακόμα έχει ληστευτεί τουλάχιστον πέντε φορές.
Στα διανυκτερεύοντα φαρμακεία η πόρτα ήταν ανοικτή, έμπαινες κι έβλεπες ένα κουμπί με δίπλα ένα σημείωμα "πατήστε το κουδούνι, κοιμάμαι". Τώρα το κουδούνι είναι απέξω και ένας σιδερόφρακτος σου δίνει το Ντεπόν με πρόσωπο άσπρο απ' τον τρόμο.
Τα βράδια η Αθήνα ήταν μια μάγισσα. Κυριακή απόγευμα για βόλτα στην Πλάκα, μετά με τα πόδια από την ήσυχη Οδό Αθηνάς στην Ομόνοια, για το τραίνο. Νύχτες με πανσέληνο, με ένα τεράστιο φεγγάρι να προβάλλει πάνω απ' την Ακρόπολη σε παρέλυε η ομορφιά. Τώρα στην Αθηνάς την νύχτα σε παραλύει ο φόβος.
Αυτός ο διάχυτος πλέον παντού φόβος βγάζει στην επιφάνεια τις αντιδράσεις που υπηρετούν το πρωτεύον για τα ανθρώπινα όντα ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Τί θα κάνατε αν σας λήστευαν; Αν βλέπατε να σας παίρνουν το βιος ή/και να απειλείται η ύπαρξη σας ή το παιδί σας; Σας εύχομαι ποτέ να μην το ζήσετε. 




Μπορείτε να προκαθορίσετε τις αντιδράσεις σας πλημμυρισμένοι από την αδρεναλίνη μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων; Προφανώς όχι. Γι' αυτό είναι έωλο να κρίνονται αντιδράσεις άλλων υπό το κράτος ακραίων συναισθημάτων εντός ακραίων καταστάσεων.
Ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος ήταν κομμουνιστής. Παραθέτω αυτούσιο και ασχολίαστο απόσπασμα από συνέντευξη του [http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=393433] στον Νίκο Ζουμπουλάκη, στο ΒΗΜΑ, της 3ης Απριλίου 2011 :

Για ποιον λόγο μπορεί κάποιος να χαίρεται που παραλίγο να πεθάνει;
«Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Έλεγα ότι της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα».
-
Από εκείνη τη βραδιά τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
«Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πούστη! ” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πούστης; Καλά το “πνίξ΄ τον”, το “πούστης” τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτάνα που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Έλληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν οι Έλληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι εμείς».
- Τι το ιδιαίτερο είχε το περιστατικό και σας κάνει να αισθάνεστε έτσι;
«Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ήθελαν να σκοτώσουν. Έναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ήταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ό,τι είχα. Μπήκαν σε ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να τους δώσω ό,τι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
- Έτυχε να συναντηθείτε με αλλοδαπό μετά το περιστατικό; Και αν ναι, τι έγινε;
«Μετά το επεισόδιο βρέθηκα συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο ενός φίλου δικηγόρου. Ήρθε ένας Πακιστανός να καθαρίσει τα τζάμια. Του λέει ο φίλος “όχι”. Εγώ, που είχα περάσει αυτά που είχα περάσει, του λέω “δώσ΄ του κάτι του νεαρού, δεν πειράζει”. Του έδωσε λοιπόν ένα κέρμα. Το παίρνει ο Πακιστανός, το κοιτάζει και μας το πετά στα μούτρα. Πήδηξα έξω σαν να ΄μουν 18 χρόνων, τον έπιασα από τον σβέρκο και τον έσυρα με μια κακία, με ένα μίσος, στο αυτοκίνητο και του ΄πα “βρες το”. Από πίσω ο κόσμος έβλεπε την εικόνα ενός λευκού που έσουρνε έναν φουκαρά Πακιστανό σαν να ήταν σκύλος. Η εντύπωση που έδωσα ήταν ότι η λευκή ράτσα ταλαιπωρούσε έναν φουκαρά πακιστανό σκύλο. Και όμως συνέβαινε το ανάποδο."

Η εθνική κοινωνία μπορεί να μην ήταν παράδεισος. Η μεταεθνική όμως είναι σίγουρα κόλαση. Γι' αυτό η Ευρώπη πηγαίνει πρόσω ολοταχώς δεξιά. Χωρίς να ανησυχεί μην βουλιάξουν τα απόνερα κάτι κεντρώες βαρκούλες.

Προφήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου