3.11.13

Μια Ζωή Σικέ (15)



Το τηλέφωνο χτύπησε και με συνέφερε για λίγο.
Ήταν ο φίλος μου ο Μπάμπης.
Χρόνια τώρα κολλητός. Τι να το κάνεις;




Παντρεύτηκε και έκανε παιδιά και τη βρίσκει.
Ιλαρά η Μαρία χαρές ο Μπάμπης, είπε ντο ντά η Μαρία, κερνάει ο Μπάμπης.
Πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος τριανταπέντε χρονών να βάλει συνειδητά τη ζωή του σε δεύτερο πλάνο μόνο και μόνο για να μεγαλώσει ένα παιδί δεν μπορώ να το καταλάβω.
Να μη μπορεί να βγει, να μη μπορεί να απολαύσει τον ελεύθερο χρόνο του.
Γιατί;



Για να γίνει η Μαρία δεκαέξι ετών και να αρχίσει τα ναρκωτικά, και να τρέχει σε καφετέριες, και να τρελαίνεται ο Μπάμπης, και να τον βρίζει η Μαρία, και να τον αποκαλεί γέρο, και άλλα τέτοια θλιβερά, πλην όμως αναπόφευκτα.
Βέβαια μπορεί η Μαρία να εξελιχθεί σε πριγκίπισσα κανονική, με τα αγγλικά της και τα πτυχία της, και τα λοιπά απαραίτητα εφόδια, και να κάνει τον Μπάμπη περήφανο, και μια μέρα να συνειδητοποιήσει ο Μπάμπης ότι πέρασαν τα χρόνια και οι δεκαετίες, και τι κατάλαβε, και γιατί ζούμε;
Ναι αλλά έφερε παιδί στον κόσμο και το μεγάλωσε και το έκανε σωστό πολίτη, που θα φτιάξει οικογένεια, και θα προσφέρει στην κοινωνία, και που με τη σειρά του θα αντιμετωπίσει τους ίδιους προβληματισμούς...
Πόσο μεγάλο κόστος για μία τόσο μικρή απολαβή!
Ο Μπάμπης είχε προβλήματα με τη γυναίκα του.
Όχι τίποτα σοβαρό. Απλώς την έπιασε να πηδιέται με τον ταχυδρόμο στο συζυγικό κρεβάτι!
Γύρισε νωρίς από τη δουλειά λόγω πυρετού, και τους έπιασε επ`αυτοφόρω.
Έτσι ακριβώς, όπως και στις ταινίες.
Δεν αντέδρασε άσχημα. Άλλωστε ο Μπάμπης είναι επιστήμονας, δικηγόρος, και καλός μάλιστα.
Αυτό που τον τρέλανε στη κυριολεξία είναι ότι ο ταχυδρόμος ήταν άσχημος.
Κοντός, σπυριάρης και μαυριδερός, και καταλαβαίνετε…
Δεν μπόρεσε να το χωνέψει ο φίλος μου, και σχεδόν έκλαιγε από το τηλέφωνο. Ζητούσε τη συμβουλή μου.
Επειδή σ`αυτά είμαι ωμός, του συνέστησα «να το δώσει δρόμο το τσόλι», που τον κορόιδεψε.
Αναπτύσσοντας μάλιστα και μερικά λογικά επιχειρήματα για το λόγο δηλαδή που θα πρέπει να χωρίσει, και για το πώς αυτή δεν είναι αντάξια του κλπ. διαπίστωσα κάτι τρομακτικό. Κάτι που συνάντησα κάποτε και στον εαυτό μου.
Κάτι που κατατρύχει πολλούς άνδρες.
Ότι μόλις αποδειχθεί πουτάνα αυτή με την οποία συνδεόμαστε, μόλις δηλαδή μας προδώσει… τότε την ερωτευόμαστε.
Ντροπή μας αλλά είναι γεγονός.
Είναι ένα από τα σκοτεινά σημεία του εαυτού μας.
Ποιος ξέρει σε τι ψυχικά παιδικά κατάλοιπα οφείλεται;
Ποιο μη χαρτογραφημένο σημείο του πρωτόγονου μέρους του εγκεφάλου μας το ορίζει;
Αυτό αντιλήφτηκα και στην πορεία της συζήτησης μου με τον Μπάμπη.
Εγώ βέβαια σαν κάποιος έξω από τον χορό που ήμουν, προσπάθησα με χίλιες δυο θεωρίες και λογικοφανή σοφιστικέ επιχειρήματα να τον πείσω να χωρίσει.
Τίποτα.
Ο Μπάμπης, προς μεγάλο όνειδος του ανδρικού φύλου, ήταν έτοιμος να πάει να πέσει στα πόδια της γυναίκας του και να της ζητήσει συγνώμη.
Έτσι ακριβώς, να ζητήσει αυτός συγνώμη που δεν την πρόσεχε τελευταία, και άλλα τέτοια πολλά και θλιβερά.
Δεν μπορούσα να τον φτύσω δια τηλεφώνου και γι`αυτό απλώς του το έκλεισα. Αισθάνθηκα ντροπή για το φίλο μου. Κατά βάθος και για τον εαυτό μου.
Ήξερα από μια περίπτωση στο παρελθόν, που είχα αντιδράσει ανάλογα, ότι κανείς δεν είναι αλώβητος.
Τρίχα από μ…ί σέρνει και καράβι, λέει ο λαός, και πόσο δίκιο έχει!
Πλάκα πλάκα, χωρίς να το πολυκαταλάβω, η ώρα είχε πάει έντεκα.
Η ώρα της αλήθειας.
Η ώρα για να βγω έξω και να ζήσω, ή τουλάχιστον να διατηρήσω το άλλοθι, και την ψευδαίσθηση ότι ζω.
Ώρα δηλαδή για να διασκεδάσω.
Ώρα για μπαρότσαρκα.
Και ότι άλλο ήθελε προκύψει.
Μόνο που συνήθως προκύπτει ανία…

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου