29.9.14

Οικονομικά και άλλα φληναφήματα…



Σε πολλές εκφάνσεις του βίου – ατομικού, οικογενειακού, οικονομικού, κοινωνικο – πολιτικού – δεν είναι απαραίτητο (αν και είναι πάντοτε επιθυμητό) να επιλύσει κάποιος ένα πρόβλημα, αρκεί να μπορεί να το διαχειρισθεί επιτυχώς.
Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει και με το δημόσιο χρέος μίας χώρας.
Η Ιαπωνία π.χ. έχει δημόσιο χρέος πολύ μεγαλύτερο του δικού μας ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αλλά μπορεί να διαχειρισθεί ανέτως την ανα-χρηματοδότησή του λόγω των εκτιμήσεων των διεθνών αγορών ως προς τις προοπτικές της ιαπωνικής οικονομίας.



Στην Ελλάδα το ποσοστό του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ το έτος 2009 ήταν 127%, το πρωτογενές έλλειμμα περίπου 24 δις ευρώ ετησίως, οι δε καταβαλλόμενοι τόκοι περίπου 12 δις ευρώ ετησίως. Σήμερα, παρότι το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί και ως απόλυτος αριθμός και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα και το ποσόν των ετησίως καταβαλλομένων τόκων ανέρχεται σε 5,5 δις ευρώ περίπου. 


Υπάρχουν δε προοπτικές περαιτέρω ελάφρυνσής του – σύμφωνα με ειλημμένη δέσμευση των εταίρων μας από τον Νοέμβριο 2012 – με την μορφή νέας επιμήκυνσης των δανείων και μείωσης των επιτοκίων.
Ευκταίο θα ήταν να συνδυασθούν οι ρυθμίσεις αυτές με μία περίοδο χάριτος, παρατεινόμενης αναλόγως της υλοποίησης συμφωνημένων διαρθρωτικών αλλαγών, μέχρις ότου σταθεροποιηθεί ένας ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης (αυτή την πρόταση διατυπώσαμε ο ομ. καθηγητής οικονομικών Γ. Μπήτρος και ο υποφαινόμενος με άρθρο μας στην ‘’Καθημερινή’’, 01.03.14).
Ατυχώς, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει αναγάγει το θέμα της διαπραγμάτευσης σε αντικείμενο οξείας πολιτικής διαμάχης, κατηγορώντας τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση ως ‘’μερκελιστές’’, ‘’ικέτες’’, ‘’αντιπροσώπους των δανειστών’’ και τα τοιαύτα.
Διερωτάται κανείς, βάσει ποίων επιχειρημάτων και ποίων συμμαχιών πιστεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα; Βάσει της απειλής διάλυσης της Ευρωζώνης ή εξόδου από το ΝΑΤΟ εάν δεν ικανοποιηθούν οι ελληνικές θέσεις; 
Ποιοί θα είναι οι σύμμαχοί μας, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, που προηγήθηκαν ημών στην έξοδο από τα μνημόνια, ο Γάλλος Ολλάντ, ο Ισπανός Ραχόϋ ή ο Ιταλός Ρέντσι; Είναι άλλο πράγμα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων σε μία περίοδο συμφωνούμενης μεγαλύτερης διάρκειας και άλλο η με περισσή αμετροέπεια διακηρυσσόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ ανατροπή του ‘’νεοφιλελεύθερου’’, καπιταλιστικού συστήματος που διέπει σήμερα την Ευρώπη.
Αλλά και αν ακόμη επιτυγχάνονταν οι στόχοι για ένα ‘’κούρεμα του μεγαλύτερου μέρους του χρέους’’, η ελληνική οικονομία δεν θα σημείωνε διατηρήσιμη  ανάπτυξη χωρίς την υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Περί αυτών, ουδέν διαλαμβάνουν τα ‘’Τσιπρανόμικς’’, που στηρίζουν τις ελπίδες για επανεκκίνηση της οικονομίας σε τόνωση της ενεργού ζήτησης, κρατικό έλεγχο των τραπεζών και αναδιανομή εισοδημάτων.
Το παρελθόν δείχνει πόσο αβάσιμες είναι αυτές οι απόψεις.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο θριαμβευτής της μεγάλης ‘’αλλαγής’’ τον Οκτώβριο του 1981, προχώρησε άμεσα σε άνοδο των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων κατά 40% (!), κοινωνικοποίησε πολλές επιχειρήσεις και κλάδους και δημιούργησε μίαν ευρύτατη κομματική και συνδικαλιστική νομενκλατούρα.
Μετά το 1985 προχώρησε σε δύο υποτιμήσεις της δραχμής,  περιόρισε δραστικά το δικαίωμα της απεργίας με νομοθετική ρύθμιση και εφάρμοσε πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας. 
Δήλωσε τότε (‘’Οικονομικός Ταχυδρόμος’’, 30.07.87) ότι ‘’η οικονομική πολιτική που ακολουθείται (δηλ. της λιτότητας) είναι η μόνη εφικτή και συνεπής με τον στόχο της όσο το δυνατόν συντομότερης προετοιμασίας της οικονομίας μας για να μην δεχθεί τον κλυδωνισμό του πλήρους ανταγωνισμού’’.
Ατυχώς, τα παθήματα του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος δεν έγιναν για όλους μαθήματα …
Δεν είναι, όμως, μόνο τα οικονομικά φληναφήματα ότι δήθεν τα πάντα εξαρτώνται από το πόσο σκληρά θα διαπραγματευθούμε με τους δανειστές και πώς θα συλλάβουμε κάποιους μεγάλους φοροφυγάδες.
Εξ ίσου προβληματική είναι η  αντίληψη ότι η εφαρμογή των ψηφισμένων νόμων εξαρτάται από τις διαθέσεις πολιτικών κομμάτων, αρχόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης, συνδικαλιστών ή άλλων παραγόντων.
‘’Μακριά από στείρες λογικές δήθεν αξιολογήσεων που στοχεύουν στις απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών. 
Η νέα Περιφερειακή Αρχή πιστεύει και εμπιστεύεται τους εργαζομένους της’’. Μνημειώδης δήλωση της Περιφερειάρχου Αττικής. ‘’Car tel est notre plaisir,’’ όπως θα έλεγε και ο Βασιλιάς Ήλιος.
Ορθότατα  ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης δήλωσε ότι ‘’η αξιολόγηση είναι ένα εργαλείο επιβράβευσης των καλών, ένα εργαλείο για να βοηθήσουμε όσους δεν αποδίδουν’’.
Και, ασφαλώς, όσοι δήμαρχοι ή υπάλληλοι αντιδρούν είτε στην διαδικασία αξιολόγησης είτε στους ελέγχους για παράνομες μετατροπές συμβάσεων θα πρέπει να υποστούν τις πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία.
Η περίπτωση αυτή αναδεικνύει χαρακτηριστικά την από πολλές πλευρές περιφρόνηση του Κράτους Δικαίου χάριν συντεχνιακών ή άλλων συμφερόντων. Κατά την γνώμη μου, μία από τις πλέον επείγουσες μεταρρυθμίσεις είναι η αλλαγή του νόμου περί συνδικαλισμού, που αριθμεί 32 έτη ζωής.
Υπό την άποψη αυτή, είναι αποθαρρυντική η αντίθεση του δεύτερου κόμματος της συγκυβέρνησης στην αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας.
Η ελληνική κοινωνία επειγόντως χρειάζεται περισσότερη αξιοκρατία και αναβάθμιση της ποιότητας στο πολιτικό σύστημα, στην δημόσια διοίκηση, παντού. 

    Κώστας Χριστίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου