3.6.15

Γράμμα από την Τιμισοάρα…



Γνώριζα την Τιμισοάρα, όπως και οι περισσότεροι, από την εξέγερση του 1989 εναντίον του καθεστώτος Τσαουσέσκου, που ξεκίνησε εκεί και επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ρουμανία.
Η μνήμη της αιματοχυσίας εκείνης παραμένει ζωντανή στην πόλη.
Όπως διαπίστωσα τις μέρες που βρέθηκα εκεί, οι κάτοικοι της Τιμισοάρας είναι σήμερα πολύ περήφανοι για την καθοριστική συμμετοχή τους στο τέλος ενός από τα πιο μισητά καθεστώτα της μεταπολεμικής Ευρώπης.



Δεν είναι όμως μόνο γι’ αυτό περήφανοι.
Η πόλη τους γνώρισε τεράστια πρόοδο τους προηγούμενους αιώνες, και μέχρι και το πρώτο μισό του εικοστού.
Το μαρτυρούν άλλωστε και τα επιβλητικά κτίρια που δεσπόζουν στις τρεις υπέροχες πλατείες, οι οποίες διαδέχονται η μία την άλλη στο κέντρο της πόλης.
Το 1745 χτίστηκε στην Τιμισοάρα νοσοκομείο, 24 χρόνια νωρίτερα από τη Βιέννη και 34 χρόνια νωρίτερα από τη Βουδαπέστη…


Οι πρωτιές της πόλης είναι πολλές. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1760 ήταν η πρώτη πόλη στην αυτοκρατορία των Αψβούργων που φώτισε τις οδούς με λάμπες λαδιού, το 1857 ήταν πάλι η πρώτη πόλη της αυτοκρατορίας που ο φωτισμός των δρόμων έγινε με γκάζι και το 1884 ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που εισήγαγε το γενικό ηλεκτροφωτισμό.
Τα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος η Τιμισοάρα, όπως και ολόκληρη η Ρουμανία, υπέστη το συνδυασμό απερίγραπτης φτώχειας και παρανοϊκής καταπίεσης. Τα αδιέξοδα του καθεστώτος οδήγησαν στην πλήρη οικονομική κατάρρευση και την προσφυγή στο ΔΝΤ το 1986, παρά τη συμμετοχή της χώρας στην COMECON, την οικονομική κοινότητα των κομμουνιστικών χωρών.
Τα σημάδια της κομμουνιστικής περιπέτειας είναι εμφανή στο σώμα της πόλης, που προσπαθεί μέσα από προγράμματα της ΕΕ να αναπλάσει τις εντυπωσιακές πλατείες, να φτιάξει δίκτυο πεζοδρόμων και να αποκαταστήσει δεκάδες ιστορικά κτίρια.
Λιγότερο ευδιάκριτες, αλλά σίγουρα πιο σημαντικές, είναι οι επιπτώσεις των σαράντα χρόνων κομμουνισμού στις ζωές των ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που γεννήθηκαν μετά την πτώση του καθεστώτος.
Η παραγωγική υστέρηση και η φτώχεια είναι μόνο ένα μέρος από την κληρονομιά του παλιού καθεστώτος. Όλες οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης προσπαθούν να ξεπεράσουν τα τεράστια προβλήματα που τους άφησαν τα χρόνια του κομμουνισμού. Άλλες έχουν πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα, άλλες όχι. Η μετακομμουνιστική εξέλιξη των χωρών αυτών αποτελεί αντικείμενο συστηματικής μελέτης για επιστήμονες και διεθνείς οργανισμούς.
Βλέποντας από κοντά όλα αυτά, ήρθε ξανά στο μυαλό μου ο τρόπος που μιλούν αρκετοί στην Ελλάδα για «μισθούς Βουλγαρίας και Ρουμανίας» που υποτίθεται κάποιοι θέλουν να μας επιβάλουν.
Αυτό που υποκρύπτουν οι αναφορές αυτές είναι περιφρόνηση και ρατσισμός απέναντι στους κατοίκους των γειτονικών χωρών.
Κάτι ανάλογο είχε εμφανιστεί πριν χρόνια, τον καιρό της ευμάρειας, όταν πολλοί αρέσκονταν να επαναλαμβάνουν τη φράση: «ο Μπλερ είναι η Φιλιπινέζα του Μπους», ταυτίζοντας υπεροπτικά όλες τις Φιλιπινέζες με ένα συγκεκριμένο ρόλο.
Οι χαμηλοί μισθοί θεωρούνται φυσιολογικοί για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, αλλά απαράδεκτοι για την Ελλάδα. Σαν οι Έλληνες να αξίζουν εξ ορισμού τους καλούς μισθούς ή σαν κάποιοι να έπιασαν κορόιδα τους γείτονές μας και να τους πληρώνουν με ψίχουλα.
Η πραγματικότητα είναι ότι στις χώρες αυτές εξακολουθεί να παράγεται τόσο λίγος πλούτος, που ακόμη και μια καλύτερη αναδιανομή του δεν θα έλυνε ικανοποιητικά το πρόβλημα.
Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι Έλληνες θα επιθυμούσαν, όπως και εγώ, στη χώρα μας να υπάρχουν μισθοί Σουηδίας ή Δανίας και οι πολίτες να απολαμβάνουν και ένα κράτος αποτελεσματικό όπως εκεί.
Όμως αυτά κατακτώνται με συστηματική προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας και δεν γίνονται με διαταγές ή δημαγωγικές υποσχέσεις.
Η Ιρλανδία διατήρησε σε όλη
τη διάρκεια των μνημονίων το βασικό μισθό στα 1.450 ευρώ και η Ποτρογαλία αύξησε πρόσφατα το δικό της από τα 450 στα 510 (περίπου) ευρώ. Αυτά δείχνουν ότι δεν υπάρχει ένα γενικό σχέδιο φτωχοποίησης των λαών, αλλά μιά πιο σύνθετη διαδικασία που έχει να κάνει με τη ζήτηση των προϊόντων και της εργασίας.
Εδώ πολλοί νομίζουν ότι μπορεί τα προϊόντα σου να μην αγοράζονται, αλλά εσύ να ζεις όλο και καλύτερα επειδή είσαι Έλληνας. Και δεν κατάλαβαν ότι αυτό τελείωσε μαζί με τα δανεικά.
Η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας και η άγνοια για το πώς λειτουργεί ο κόσμος έφτιαξαν έναν ακόμη μύθο της ελληνικής κρίσης, αυτόν περί της επιβολής βαλκανικών μισθών στη χώρα μας.
Ο κίνδυνος, ωστόσο, είναι υπαρκτός, όχι διά της επιβολής αλλά διά της κατρακύλας.
Αν καταλήξουμε να έχουμε χειρότερη οικονομία από τις γειτονικές μας χώρες,  πώς μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να πληρωνόμαστε καλύτερα;
Η Βουλγαρία και η Ρουμανία πλήρωσαν και πληρώνουν ακριβά το γεγονός ότι η ιστορία τούς έριξε στη λάθος πλευρά. Και είναι εξωφρενικό να μιλούν για μισθούς Βουλγαρίας αυτοί που θρηνούν ακόμη και σήμερα για τη συμφωνία της Βάρκιζας και αναζητούν τη ρεβάνς για την ήττα στον εμφύλιο, που μας στέρησε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τον παράδεισο.
Οι Έλληνες ανέθεσαν σε αμετανόητους θαυμαστές των καθεστώτων της φτώχειας και της καταπίεσης να τους δώσουν πίσω τη –μερικώς– χαμένη τους ευημερία.
Ο υπουργός παραγωγικής ανασυγκρότησης Παναγιώτης Λαφαζάνης δήλωσε πρόφατα ότι «είναι κοντά η λεύτερη και σοσιαλιστική Ελλαδα που οραματίστηκε ο Χαρίλαος Φλωράκης», δηλαδή ακριβώς μια Ελλάδα σαν τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Αλβανία των κομμουνιστικών δικτατοριών.
Με αυτά τα «οράματα» προσέρχονται στη σημερινή Ευρώπη και στο σύγχρονο κόσμο.
Την ώρα που όλοι στα Βαλκάνια προσβλέπουν στην Ε.Ε. –είτε είναι μέλη της είτε προσπαθούν να γίνουν– και ζηλεύουν τη θέση της Ελλάδας, κάποιοι στην ελληνική κυβέρνηση κοιτάζουν με ενθουσιασμό προς το μαύρο παρελθόν των βορείων γειτόνων μας.
Άντε τώρα να το εξηγήσεις αυτό σε έναν κάτοικο της Τιμισοάρας.

Σπύρος Βλέτσας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου