16.4.16

Επιβίωση και αυτοκτονία…



H αμέριμνη επιβιωτικότητα της κυβέρνησής μας οφείλεται, νομίζω, στο ότι αντιπροσωπεύει τη σημερινή Ελλάδα – εμάς. Ο υπουργός Άμυνας πηγαίνει στο γραφείο του με τρίχρωμη στολή, μεταμφιεσμένος σε καταδρομέα· ο υφυπουργός Υγείας καθυβρίζει δημοσίως τους δημοσιογράφους χρησιμοποιώντας χυδαίους νεολογισμούς· ο αναπληρωτής Οικονομικών, είτε δεν κατανοεί το προσφυγικό πρόβλημα, την επίδραση των capital controls στην οικονομία και άλλα πολλά, είτε μας κοροϊδεύει.



Βρισκόμαστε μπροστά στον καθρέφτη μας: στρατόκαυλοι, τσαμπουκάδες, ανίδεοι, ανάγωγοι και αυτοκτονικοί. Μεταξύ μας κινούνται καλοκάγαθες θείες με υπέροχα αισθήματα και ταλέντο στα λαϊκά φαγητά…





Έχουμε μπλέξει άσχημα σε δύο επίπεδα: στο εθνικοτοπικό –επιμένω στην εκτίμηση της χειριστοκρατίας την οποία έχω εκφράσει αρκετές φορές– και στο διεθνές όπου διαπραγματευόμαστε με ηγεσίες χαμηλού επιπέδου· έχω επίσης αναφερθεί στη μνημειώδη ανικανότητα της κ. Λαγκάρντ και του κ. Σόυμπλε: οι άνθρωποι αυτοί περιπατούν εν τη σκοτία όπως λέγαμε παλιότερα – και μάλιστα με ύφος προφέσορα. Επιπροσθέτως, στο διεθνές επίπεδο, έχουμε κάνει τα πάντα για να αποκτήσουμε χειρότερους εχθρούς, να απομονωθούμε, να γίνουμε φαιδροί και γελοιώδεις.
Τι μας συμβαίνει; Αυτοκτονούμε όλοι μαζί ενώ βγαίνει στην επιφάνεια, σ’ ένα είδος βορβορώδους αφρού, ό,τι χειρότερο υπάρχει στη χώρα μας και στο γένος μας. Κοντολογίς, η κυβέρνησή μας επιβιώνει ενώ μας οδηγεί στον πνιγμό όπως ο αυλητής του Χάμελιν τα ποντίκια.
Κάνω μερικές παρατηρήσεις εφόσον δεν έχω την ισχύ να κάνω κάτι πιο χρήσιμο. Για τη φτώχεια μας –που έχει πλέον αγγίξει ένα κρίσιμο σημείο– δεν φταίει ούτε ο νεοφιλελευθερισμός, ούτε η Ευρώπη, ούτε το χρηματοπιστωτικό σύστημα· φταίει το ότι δεν μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε το οικονομικό και διοικητικό μας σύστημα. Απλώς δεν μπορούμε: είμαστε ανεπαρκείς και ανάξιοι. Ανέκαθεν ανεπαρκείς και ανάξιοι ήμασταν: απλώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα.
Μικρές ή και μεγάλες δόσεις νεοφιλελευθερισμού θα απελευθέρωναν την οικονομία: όμως, δεν τις θέλουμε, δεν τις θέλουμε –γι’ αυτό αναδείξαμε και στηρίζουμε ακόμα αυτή την αντιευρωπαϊκή, ουτοπιστική και ανίκανη κυβέρνηση, την οποία συμπαθούμε ως αθώο θύμα των κακόβουλων Ευρωπαίων και των διεθνών συνωμοσιών. Η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει λύσεις μέσα στο σοσιαλ-κρατικιστικό πλαίσιο: όμως, τέτοιες λύσεις δεν υπάρχουν. Κι επειδή δεν υπάρχουν, γινόμαστε ένα τεράστιο φεστιβάλ ιερεμιάδων: θρηνούμε όλοι μαζί κι ο ένας καταφέρεται εναντίον του άλλου.
Να ποια νομίζω ότι είναι τα αυτοκτονικά μας χαρακτηριστικά: πρώτον, η αδυναμία των ηγεσιών μας να επιβάλουν αναπτυξιακή και όχι υφεσιακή πολιτική – ακόμα κι ένας πρωτοετής φοιτητής του Οικονομικού πανεπιστημίου καταλαβαίνει ότι η υπερφορολόγηση, η απομύζηση των επιχειρήσεων και της μεσαίας τάξης προκαλεί επιβράδυνση της ανάπτυξης και ακόμα μεγαλύτερη ανεργία. Παραλλήλως, ακόμα και οι μη ειδικοί καταλαβαίνουν ότι χωρίς ξένες επενδύσεις δεν μπορούμε να προχωρήσουμε ούτε ένα βήμα. Μα, ποιος επενδυτής θα μας πάρει στα σοβαρά;
Οι Έλληνες ψήφισαν Αλέξη Τσίπρα ο οποίος απειλούσε την Άνγκελα Μέρκελ και τη «συντηρητική νομενκλατούρα», πίστευε ότι οι Ευρωπαίοι θα μας φοβούνταν και θα μας παρακαλούσαν να μας χαρίσουν λεφτά, δεν γνώριζε τίποτα για τη διεθνή διπλωματία και, στην πραγματικότητα, τίποτα για την ελληνική οικονομία – υπενθυμίζω ότι δεν είχε καν υπόψη του την ύπαρξη της κάρτας απεριορίστων διαδρομών. Ωστόσο, αυτόν επέλεξαν και μαζί μ’ αυτόν όλο του το σόι: φωνασκούντες κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές, νομικούς καθηλωμένους στο εργατικό δίκαιο του 1960 και ένα συρφετό από απολίτιστους κηφήνες. Είναι εντυπωσιακό το πόσο χαμηλά μπορούν να πέσουν οι οπαδοί της αριστεράς πιστεύοντας ότι κάνουν το καλό, το επαναστατικό, το «σωστό»: αντριλίκια, φανφαρονισμοί, φασιστοειδείς δηλώσεις και μορφές συμπεριφοράς. Κοινωνικό μίσος, κακόνοια, πείσμα, φανατισμός.
Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έχει καταλάβει (the hard way) ότι η άσκηση της επίσημης εξουσίας δεν είναι το παιχνίδι που θα μπορούσε να παίξει με την καπατσοσύνη που έλειπε από τους προκατόχους του. Αλλά είναι πολύ αργά: αν και ποτέ οι πολιτικοί δεν κατάφεραν –ίσως και να μην ήθελαν– να ενώσουν τους Έλληνες σε κοινούς στόχους, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα έχει επιδείξει μοναδικό ταλέντο στον εθνικό διχασμό, στη μισαλλοδοξία. Αυτός ο διχασμός, μαζί με την ύφεση και την ανεργία, αποτελεί τη θανατική μας καταδίκη. 

Βαλλόμαστε λοιπόν από παντού. Ποτέ δεν ήμασταν αξιόπιστοι, ούτε είχαμε ιδιαίτερη αίγλη: μια σχετικά φτωχή χώρα, στην άκρη της Ευρώπης λίγο καθυστερημένη, λίγο Οθωμανική, λίγο «παλαβή». Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα φοιτητές της θεολογικής σχολής αντιτίθενται σε επίσκεψη θρησκευτικού ηγέτη και μάλιστα του χριστιανικού κόσμου; Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα ο υπουργός Άμυνας φωτογραφίζεται με στολή παραλλαγής; Και πάει λέγοντας, να μην επαναλαμβάνω τα ίδια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί στη συμφωνία και στην τέχνη της – έχει διαπαιδαγωγηθεί σε αγριοφωνάρες, καταλήψεις και βανδαλισμούς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέρος της κυβέρνησης έχει αντιεξουσιαστικές συμπάθειες και ορίζεται αρνητικά: π.χ. ως «αντιφασίστες» ή ως «αντιρατσιστές» – ακριβώς όπως παλιότερα οριζόταν αρνητικά η αντικομμουνιστική δεξιά η οποία δεν είχε τίποτα να μας προτείνει εκτός από την αποφυγή του κομμουνιστικού κινδύνου.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η πορεία προς τον θάνατο; Σημαίνει κατ’ αρχάς την εκπλήρωση της προφητείας του ΣΥΡΙΖΑ περί ανθρωπιστικής κρίσης. Την επιθυμούσαν πολύ: ορίστε λοιπόν που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή της. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κρίσης η οποία επιταχύνεται από την απουσία πολιτικής για τους πρόσφυγες. Το δεύτερο στοιχείο, που συνδέεται φυσικά με την οικονομία, είναι η εμφυλιοπολεμική κατάσταση την οποίαν υποδαυλίζουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Το τρίτο στοιχείο είναι οι διαταραγμένες σχέσεις μας με τον υπόλοιπο κόσμο: δεν ισχυρίζομαι ότι οι άλλοι έχουν δίκιο κι εμείς άδικο αλλά σίγουρα δεν έχουν όλοι άδικο κι εμείς, ολομόναχοι, έχουμε το δίκιο.
Για να αποφύγουμε τις εκλογές, αναρωτιέμαι και ελπίζω –μολονότι κάθε χρόνο νιώθω λιγότερη αισιοδοξία– ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αναδείξει από τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς καλύτερο υλικό από αυτό που έχει αναδείξει. Άρα, για να αποφύγουμε τις εκλογές και το σάλτο μορτάλε, πιστεύω ότι πρέπει να παρενοχλούμε, να επηρεάζουμε και ίσως να πείθουμε τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία, θα το επαναλάβω, δεν έχει χάσει τη βάση της: έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε χρόνο για αλλαγή ηγεσιών.
Κοντολογίς πιστεύω ότι πρέπει να βοηθήσουμε την κυβέρνηση ώστε να μη μας πνίξει όπως ο αυλητής τα τρωκτικά.

Σώτη Τριανταφύλλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου