12.7.17

Παρά θίν' αλός…



Αποτελεί ερώτημα, αίνιγμα σχεδόν, προς επιστημονική εξιχνίαση, το πώς ενώ οι Έλληνες -πρωτίστως οι νεότερες ηλικίες- μαστίζονται στο μη παρέκει από την κρίση, οι ΄Ελληνες -πρωτίστως οι νεότερες ηλικίες- ξεχύνονται μόλις πιάσουν οι ζέστες σε βότσαλα, αμμουδιές, βράχια, και σε πισίνες ενίοτε ξενοδοχείων. 
Εάν, προκειμένου να πληρώσουν τις διακοπές ή τις σύντομες αποδράσεις τους, παραμελούν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους, ίσως και ορθώς να πράττουν.





Αφ'ενός διότι ο απολύτως συνεπής φορολογούμενος στις μέρες μας αποτελεί ένα ανθρώπινο ράκος, ένα μάτσο από κόκαλα και οργή, το οποίο ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να εκραγεί και να δυναμιτίσει την κοινωνική ειρήνη. Αφ'ετέρου επειδή το υστέρημα των πολιτών προτιμότερο είναι να διοχετεύεται στην αγορά, παρά να μπαίνει στον κορβανά του κράτους για να μετατραπεί, όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, σε καταιγίδα επιδομάτων και διορισμών προς άγραν ψήφων... 



Υπάρχει ασφαλώς και έτερο ενδεχόμενο: Οι μυριάδες των νεόκοπων μεταναστών μας να επιστρέφουν στην πατρίδα με κάποια λεφτά στην τσέπη. Σε ετούτη την περίπτωση, θα έπρεπε ο Κώστας Καζάκος να τους κλείσει τα σύνορα, ώστε να μην διαπράξουν και νέα προδοσία εγκαταλείποντας με τα πρωτοβρόχια την Ελλάδα. Να τους απαγγείλει έστω κάμποσους στίχους από τον "Οιδίποδα Επί Κολωνώ", τον οποίον θα διδάξει οσονούπω στην Επίδαυρο. 
Μη νομισθεί πως λοιδορώ τον γεραρό μας θεατράνθρωπο. Ίσα-ίσα, πιστεύω ακράδαντα ότι ο κάθε καλλιτέχνης οφείλει να κρίνεται από τις επιδόσεις στο δημιουργικό πεδίο του και όχι από τις τυχόν αμετροπείς ή και βλακώδεις πολιτικολογίες του. Αδημονώ να δω τον τυφλό, έκπτωτο βασιλέα των Θηβών και έχω ήδη λησμονήσει τον τυφλωμένο δικαστή του Μπιλ Κλίντον.
Αλλού ωστόσο θέλω να επικεντρωθώ, αντιμετωπίζοντας το ελληνικό καλοκαίρι του 2017. Θυμάσαι, φίλε αναγνώστη, εφόσον έχεις συμπληρώσει τα τριάντα, πώς έμοιαζαν οι ακτές μας πριν από λίγα μόλις χρόνια; 
Ελεύθερες οι περισσότερες, προσβάσιμες στον οποιονδήποτε λουόμενο, ο οποίος άπλωνε την πετσέτα είτε την ψάθα του ή -εάν ήταν κυρία της λεγόμενης τρίτης ηλικίας- κουβαλούσε σπαστή πολυθρονίτσα, σκαμνάκι έστω, το ίδιο πιθανότατα που έπαιρνε κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή στην εκκλησία. Οι κοπέλες αλείφονταν με αντηλιακά και διάβαζαν ρομάντζα, τα παλικάρια έπαιζαν ρακέτες επιδεικνύοντας τους μύες τους και απειλώντας όποιον βρισκόταν στο βεληνεκές της μπάλας, τα νήπια καταβρόχθιζαν κεφτέδες και φρουτόκρεμες πασπαλισμένες με άμμο, εμφανιζόταν κάπου-κάπου και η παρέα των μετεφήβων με το φορητό cd-player, που θα μεράκλωνε ακούγοντας στην καλύτερη Amy Winehouse και στη χειρότερη Γιάννη Κότσιρα...
Είχαμε, εννοείται, και οργανωμένες πλαζ, οι οποίες προσέφεραν με το αζημίωτο σκιά και αφεψήματα. Δεν καταλάμβαναν εντούτοις παρά ένα μικρό ποσοστό των δαντελωτών ακτογραμμών μας. Απευθύνονταν σε ανθρώπους σαν εμένα, καφενόβιους, που αντιλαμβάνονται τη φύση σαν προέκταση της πόλης -και όχι το αντίστροφο- και προτιμούν να χαζεύουν τον γυαλό συζητώντας, παρά να βουτάνε μέσα του. Γούστα...
Αυτό που διαπιστώνω από πέρυσι είναι ότι την ποικιλία των γούστων, τις διαφορετικές απόψεις για το τί σημαίνει θαλάσσιο λουτρό, έρχεται να σαρώσει ο συρμός. Ο συρμός που ονομάζεται beach bar. 
Δύσκολο να το αποφύγεις εφόσον δεν κατευθυνθείς σε απόκρυμνα βράχια και σε απρόσιτους κολπίσκους. Ακόμα δυσκολότερο να συμφιλιωθείς μαζί του. 
Οι δήμοι προφανώς μισθώνουν τις ακτές με τη σαιζόν σε επιχειρηματίες. Τις σπέρνουν εκείνοι με ομπρέλες, με ξαπλώστρες και με χάρτινα φαναράκια κινέζικης προέλευσης για την ατμόσφαιρα, κατασκευάζουν από νοβοπάν έναν πάγκο μπαρ, εγκαθιστούν ηχητικά συστήματα και χημικές τουαλέτες και προσλαμβάνουν καμιά δεκαριά καλλίγραμμα κορίτσια και αγόρια ως σερβιτόρους. 
Αρχές Ιουνίου, τα πάντα είναι έτοιμα. Η πελατεία θα αριβάρει με τα πλουμιστά μαγιώ και με τα παρεό της και με το που θα καθίσει, θα χρεωθεί αυτομάτως ό,τι βρίσκεται κάτω από τους γλουτούς της και πάνω απ' το κεφάλι της. Διψασμένη θα χτυπήσει το κουδούνι στο κοντάρι της ομπρέλας. Ο/η σερβιτόρα θα εμφανιστεί και θα προτείνει όλες τις δυνατές παραλλαγές του μοχίτο, καθώς και εδέσματα που περισσότερο θυμίζουν φαστφουντάδικο -περιωπής έστω- παρά ψαροταβέρνα. Μπέργκερς, τορτίγιες, τσιπς και κλαμπ-σάντουιτς. Η πελατεία θα παραγγείλει -μια ζωή την έχουμε!- και προτού καταφθάσουν οι μεζέδες, θα βουτήξει. Η θάλασσα θα γεμίσει μούσια και τατουάζ. 



Είναι προφανές το μήνυμα που έχει περάσει απανταχού της πατρίδας μας: Εάν σέβεσαι την ανδρική σου υπόσταση, οφείλεις να περιφρονείς το ξυραφάκι. Να θυμίζεις στην καλύτερη δόκιμο μοναχό και στη χειρότερη σεβάσμιο πατριάρχη που ο μαλαματένιος του σταυρός κουρνιάζει μέσα στην αφράτη γενειάδα του. Αμφότερα δε τα φύλα, είναι απαραίτητο να σταμπάρουν κάποιο σημείο του σώματός τους. Να έχουν κάτω απ' το στήθος τους λεοντοκεφαλές ή έστω δελφίνια, στα μπράτσα τους το σήμα της ειρήνης ή την ελληνική σημαία, στο σβέρκο τους ένα ακατάληπτο θιβετιανό ρητό. Κάποιο τουλάχιστον από τα παραπάνω. Ως έμβλημα αισθητικής-θρησκευτικής-ιδεολογικής ταυτότητας; Ως χαριτωμενιά; Ως πλάκα; Το φαινόμενο δεν αντέχει σε ανάλυση. Είναι συρμός.
Με το που ο ήλιος θα κατηφορίσει προς τη δύση, η μουσική θα δυναμώσει. Η κατανάλωση μοχίτο -μπύρας στη χειρότερη- θα εκτιναχθεί και οι λουόμενοι θα αρχίσουν να λικνίζονται, δίχως και να φλερτάρουν απαραίτητα μεταξύ τους. Το όλον θα θυμίζει διαφήμιση. Διαφήμιση τίνος προϊόντος; Σίγουρα όχι της Ελλάδας. 
Κοροϊδεύαμε -όταν δεν θλιβόμαστε- τα ξενοδοχεία "all inclusive", που υποδέχονταν φτωχόκοσμο από τη Βόρεια Ευρώπη, τους φόραγαν βραχιολάκια και έναντι ελάχιστου αντιτίμου, τούς τάιζαν τηγανητά κοτόπουλα και καλαμαράκια βαθείας ψύξης, τους πότιζαν κουβάδες μπύρα και τους άφηναν να ξεροψήνονται πλάι στην πισίνα, για να επιστρέψουν ροδοκόκκινοι στο Λίβερπουλ ή στο Άαχεν, δίχως να έχουν πάρει μυρωδιά σε ποιόν τόπο περάσανε τις διακοπές τους. Λυπόμασταν τον ξένο επισκέπτη, ο οποίος βρέθηκε στην Κρήτη και δεν κατάλαβε γρι από τον μινωικό κι απ'τους μεταγενέστερους πολιτισμούς, δεν περπάτησε στα χωριά, δεν έσφιξε μισή ρακή, δεν άκουσε ούτε ως όνομα τον Θεοτοκόπουλο. 
Το ίδιο -τηρουμένων των αναλογιών- κινδυνεύει να συμβεί και σε εμάς. Να ζούμε και να παραθερίζουμε κατά τρόπο απόλυτα ομογενοποιημένο. Να τραγουδούν τα τζιτζίκια πλάι στο κύμα και να καλύπτονται από τις επιλογές του dj. Να θάλλουν οι αχινοί και οι πεταλίδες κολλημένες στα βράχια και να καταναλώνουμε ανακατεργασμένο άμυλο.
Δεν έχω την ελάχιστη αμφιβολία ότι ο τουρισμός αποτελεί το μέγιστο συγκριτικό μας πλεονέκτημα. Ο πολιτιστικός, ιατρικός, αθλητικός, θρησκευτικός τουρισμός, ο αγροτουρισμός... Το άραγμα των πιό εύπορων σε βίλλες και των υπόλοιπων ημών σε απλές πανσιόν ή στον ίσκιο των δέντρων. Θεωρώ ότι το κράτος δεν πρέπει να εχθρεύεται την επιχειρηματικότητα, ρόλος του είναι να ενθαρρύνει τις καινοτομίες και να υποστηρίζει τις συνέργειες. Δεν νοσταλγώ ούτε τις βρώμικες -"ελεύθερες"- ακρογυαλιές, ούτε καν τα Ξενία τής δεκαετίας του '60.
Η Ελλάδα όμως, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της, είναι μαγευτική, ξεχωριστή, μοναδική. Δεν της αξίζει να καταντήσει μιά παραλλαγή της ΄Ιμπιζα. Μιά παρωδία του Μαϊάμι.

Χρήστος Χωμενίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου