26.10.12

Ο Κύκλος του Δαχτυλιδιού.


Ήπειρος, χειμώνας του 1942.
     
   Ξύπνησε απότομα. Το  όνειρο ήταν ρεαλιστικό. Είχε στα αλήθεια τρομάξει. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του αλλά μάταια.  Πονούσε παντού. Το κεφάλι του ένιωθε  σαν κάποιος γίγαντας  να το είχε βάλει σε κάποια μέγγενη και με μίσος  να έστριβε τις βίδες… Πρέπει να είχε και πυρετό διότι έτρεμε ολόκληρος. Μεγάλες σταγόνες από ιδρώτα έπεφταν από τα μαλλιά του και  εμπόδιζαν την προσπάθεια που έκανε στο να ανοίξει τα μάτια  και να συγκεντρώσει το βλέμμα του. 
Μάταια σκούπιζε με την παλάμη  το μουσκεμένο  του μέτωπο. Ο ιδρώτας ήταν ατελείωτος.   
Σαν ποτάμι  σκέφτηκε. Δεν καταλάβαινε που βρισκόταν. Ένιωσε να τον κυριεύει ένα αίσθημα πανικού. Αυτό που σε εξουσιάζει όταν αισθάνεσαι ανήμπορος.  
 Έδιωξε κάθε σκέψη από το μυαλό του και προσπάθησε να χαλαρώσει. Να συγκεντρωθεί. 
<Ψύχραιμα Άρη>,  είπε στον εαυτό του. Και αμέσως έκανε εμετό. Καμία ανακούφιση.   
Περιέργως,  παρ`όλη τη ζαλάδα αλλά  και την έντονη ναυτία που αισθάνονταν,  η μνήμη του φάνηκε να δουλεύει μια χαρά. 
Εικόνες από την  χθεσινή νύχτα ήρθαν ολοκάθαρες στο μυαλό του. Θυμήθηκε πως πέρασε  ολόκληρο το περασμένο βράδυ.  Το χαρούμενο βράδυ της απόκτησης επιτέλους του μεταπτυχιακού του. 
Το γιόρτασε έτσι όπως ήθελε. Ώρες ατελείωτες,  πίνοντας κόκκινο κρασί, βλέποντας πολεμικές ταινίες σε DVD, και συζητώντας με τον  Θωμά τον συμφοιτητή του για το αγαπημένο τους θέμα. Αυτό που από μικρό παιδί ακόμα τον έκανε να νιώθει περήφανο και που αργότερα τον οδήγησε στο να μελετήσει με πάθος αλλά  και να  σπουδάσει στο πανεπιστήμιο ιστορία… 
Νεότερη Ελληνική ιστορία.



Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα του που για πολλοστή φορά στα εικοσιπέντε χρόνια της ζωής του, του μίλαγε για την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων ανταρτών ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές  αλλά και για τον μεγάλο ρόλο που έπαιξε σε αυτόν τον ξεσηκωμό ο παππούς του και συνονόματός του,  ο θρυλικός ήρωας της αντίστασης ο  Καπετάν Αρίσταρχος. 
Αυτός που μαζί με τον αδελφό της γιαγιάς του, τον περιβόητο Βοριά,  είχαν τρέψει σε φυγή κοτζαμ Γερμανικό στρατό! Ιστορίες που χρόνο  με τον χρόνο γινόντουσαν όλο και πιο ηρωικές,  όλο και πιο μεγαλοπρεπείς.

 Σαν σε ταινία ήρθαν στο μυαλό του οι εικόνες που από μικρό παιδί είχε πλάσει ακούγοντας τις ατελείωτες  ιστορίες του πατέρα του.
Έβλεπε τον Καπετάνιο παππού του επάνω στο κατάμαυρο άλογο του να ηγείται ομάδων ανταρτών στις πλαγιές των βουνών της Ηπείρου, να κυνηγάει Γερμανούς  στρατιώτες που βλέποντας αυτούς τους εξωτικούς για τα μάτια τους  έφιππους πολεμιστές, να τρέπονται σε άτακτη φυγή.
Έβλεπε γέφυρες να ανατινάζονται και γυναικόπαιδα να ραίνουν τον παππού του και τους άνδρες του με τριαντάφυλλα καθώς αυτοί έμπαιναν έφιπποι και καμαρωτοί στα απελευθερωμένα χωριά.  Τα έβλεπε  όλα αυτά σαν σε ταινία ή μάλλον πιο ζωντανά. Σαν  να ήταν κι`αυτός ο ίδιος  εκεί… σαν να συμμετείχε στις αντάρτικες επιχειρήσεις και αυτός.   
Οι περιγραφές με τις οποίες είχε γεμίσει από μικρό παιδί ο εγκέφαλός του έμοιαζαν τόσο αληθινές που ακόμα και αργότερα, όταν πια  σαν σοβαρός μελετητής  της ιστορίας αναζητούσε έγγραφα και ντοκουμέντα μέσα στα ιστορικά αρχεία της περιόδου εκείνης, δυσκολεύονταν να προσαρμοσθεί στην πεζή πραγματικότητα που προέβαλλε μέσα από αυτά και συνέχιζε να ονειροπολεί διατηρώντας  μέσα του την εξιδανικευμένη εικόνα του παππού του, εικόνα όμως της φαντασίας του. Οι ιστορικές πηγές στις οποίες είχε εντρυφήσει δεν τον βοήθησαν καθόλου στην αναζήτηση της ιστορικής δράσης του παππού του. 
Ο Αρίσταρχος, αν ήταν όντως ήρωας, θα είχε ίσως παίξει κάποιον μικρό περιφερειακό ρόλο. Το όνομά του δεν αναφερόταν πουθενά. Κανένας ιστορικός δεν τον γνώριζε και καμία πηγή δεν τον  ανέφερε, σε αντίθεση με τον θείο του τον Μάρκο γνωστό ως Βοριά που η αντιστασιακή του δράση και ο ηρωικός του θάνατός  σε μάχη το 1944 είχε καταγραφεί ιστορικά. 
Ο πατέρας του όμως επέμενε στις εξιστορήσεις του. Αυτές  με τις οποίες είχε και ο ίδιος μεγαλώσει και που του τις  είχε μεταφέρει η μητέρα του η ίδια. 
Η γιαγιά του Άρη, η Αγγελική που είχε πεθάνει νεότατη όταν ο μπαμπάς του ήταν δεν ήταν δέκα χρονών. Και που μέχρι τον θάνατό της μιλούσε για τον λεβέντη Αρίσταρχο. Τον Γερμανοφάγο.  Κι`αυτό του έφθανε του Άρη για να αισθάνεται περήφανος. Ήταν άλλωστε και αυτός ένας Αρίσταρχος.

Οι έντονες φωνές από κάπου πολύ κοντά τον επανέφεραν στην πραγματικότητα… και στον ύπουλο πονοκέφαλο που συνέχιζε να τρυπάει το κρανίο του. Ανασηκώθηκε και ανοίγοντας τα μάτια προσπάθησε να εστιάσει στο περιβάλλον. Τρόμαξε. 
Το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν θύμιζε μάλλον πρωτόγονο  αχούρι παρά οτιδήποτε άλλο. Οι τοίχοι ήταν πλίνθινοι και το δάπεδο αποτελούταν από… χώμα. Δύο πανάθλιες ψάθινες  καρέκλες μαζί με το βρώμικο αχυρένιο στρώμα πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος συμπλήρωναν την  όλη επίπλωση του χώρου. Η ελπίδα που είχε να βρισκόταν σε κάποιο πολυτελές δωμάτιο νοσοκομείου έσβησε με μιας.  Μοναδικό σημάδι ανθρώπινης παρουσίας  και στοιχειώδους πολιτισμού ήταν η ασθενική φωτιά σε μια άκρη με μια καπνισμένη τσίγκινη κατσαρόλα που μέσα της κάτι έβραζε…   
Ο Άρης άρχισε να τρέμει. Και όχι μόνο από τον πυρετό. Το δυνατό κρύο δεν βοηθούσε καθόλου.     Ανοιγόκλεισε αρκετές φορές τα μάτια του προσπαθώντας να διώξει τις ξένες αυτές εικόνες και να επανέλθει στην πραγματικότητα. Μάταια όμως. Όπως γρήγορα κατάλαβε αυτό που τώρα ζούσε ήταν η πραγματικότητα.

   Οι φωνές συνοδευόμενες από δυνατούς ήχους βημάτων φάνηκαν να πλησιάζουν και ξαφνικά η στραβωμένη και ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα άνοιξε καθώς  δυο μαυροφορεμένοι, γενειοφόροι και οπλισμένοι σαν αστακοί άνδρες, ζωσμένοι σε όλο τους το κορμί με σειρές από φυσεκλίκια, μπήκαν στο δωμάτιο και τον πλησίασαν. Τίναξαν το χιόνι από τις κάπες τους και έβγαλαν τους μαύρους σκούφους που φορούσαν αφήνοντας τα λιγδιασμένα κορακίσια μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους τους.

Ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους δυο μίλησε:
<Ξύπνησες ρε παλικάρι? Επιτέλους.>
Ο Άρης προσπάθησε να ανασηκωθεί αλλά ο πόνος στο κορμί του ήταν ανυπέρβλητος.
Ο μικρότερος από τους δυο αγνώστους πήρε τον λόγο.
<Ήρεμα λεβέντη μου, ήρεμα. Δέκα μέρες δεν κουνιόσουν και τώρα θέλεις ξαφνικά να μας ορμήξεις; Δεν γίνεται. Κάτσε εκεί που είσαι να δούμε τι θα γίνει με σένα… Μας ακούς? Έλληνας δεν είσαι?>
<Που βρίσκομαι? Ποιοι είστε?> Ψέλλισε ο Άρης.
Οι άνδρες χαμογέλασαν.
<Μπράβο το πουλάκι μου, σου είπα ρε μαλάκα  ότι είναι δικός μας…>
<Τι να πώ ρε Βοριά… σε παραδέχομαι και πάλι.>
<Χα χα χα….> Οι δυο άνδρες ξέσπασαν σε δυνατά γέλια ενώ το κεφάλι του Άρη ήταν έτοιμο να εκραγεί.

   Κάποιες ώρες αργότερα και αφού μεσολάβησε μπόλικο ζεστό χαμομήλι,  λίγο χωριάτικο ψωμί, μερικά σέρτικα τσιγάρα και αρκετή κουβέντα με τους δυο άνδρες, ο Άρης είχε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνει το τι περίπου του συνέβαινε. Όχι ότι το αποδεχόταν βέβαια…. 
Τα λίγα όμως που ήξερε για θέματα φυσικής και μάλιστα αυτά που άκουγε κατά καιρούς για τις εξελίξεις στο παράδοξο πεδίο της κβαντοφυσικής, του άφηναν κάποιο λογικό περιθώριο ορθολογικής εξήγησης αυτού που ένιωθε να του συμβαίνει. Ρήξη του χωροχρονικού συνεχούς, παράλληλα σύμπαντα, εναλλακτικοί χρόνοι και άλλα πολλά που άκουγε σε συζητήσεις με  συμφοιτητές του και από μέσα του γέλαγε. Δεν τα θεωρούσε σοβαρά. Τώρα όμως ευχόταν να είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία σ`αυτά τα ζητήματα. Μπορεί και να είχαν δίκιο οι <αλαφροίσκιωτοι> όπως τους αποκαλούσε.

     Οι  αντάρτες είχαν ήδη αποχωρήσει από τον χώρο και όπως του υποσχέθηκαν,  σε λίγη ώρα θα ερχόταν κάποιος δικός τους τσοπάνης να τον πάρει από την απομακρυσμένη αυτή καλύβα και να τον πάει στο Λαγκαδίκι, το πλησιέστερο χωριό. Εκεί θα έμενε κρυμμένος στο σπίτι της αδελφής του ενός από τους δυο σωτήρες του, του Βοριά,  μέχρι να μπορέσει να γίνει τελείως καλά και να αποφασίσουν τι θα γίνει με την περίπτωσή του.
Όπως του είχαν εξηγήσει ξανά και ξανά, οι αντάρτες τον είχαν βρει πεσμένο και αναίσθητο μέσα στα χιόνια.  Ήταν ένα βήμα πριν τον θάνατο. Τον έφεραν στην απομονωμένη αυτή τσελιγκάδικη καλύβα όπου και για δέκα ημέρες ο Άρης αρνιόταν  να ξυπνήσει. Τα ελαφριά και  πολύ περίεργα ρούχα του σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε στοιχείου ταυτότητας τους είχαν κινήσει υποψίες για το αν ήταν Γερμανός. Το μόνο που είχε επάνω του ήταν ένα δαχτυλίδι και  μια φωτογραφία του. Ο Άρης την  είχε στην τσέπη του γιατί σκόπευε να την μεγεθύνει στο κομπιούτερ, να την κορνιζάρει και να την κάνει δώρο στον πατέρα του. Τίποτα άλλο δεν πρόδιδε την ταυτότητά του.  Ευτυχώς όμως επικράτησε ή άποψη του αρχηγού τους ότι είναι Έλληνας και έτσι δεν τον σκότωσαν, όπως ήθελαν κάποιοι από την ομάδα που ήταν πεπεισμένοι ότι πρόκειται για Γερμαναρά. Έχοντας δει το λιτό ασημένιο δαχτυλίδι με σκαλισμένο το όνομα ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ που φορούσε ο Άρης, ο  Καπετάν Βοριάς, ο αρχηγός της ομάδας ήταν σίγουρος ότι αποκλείεται να   πρόκειται για Γερμανό. Εγγλέζο φιλέλληνα και αρχαιολάτρη ίσως…

Σήμερα όμως  και επειδή στην περιοχή πλησίαζε ένας λόχος των περιβόητων Γερμανικών SS, η αντάρτικη ομάδα έπρεπε να αποσυρθεί ψηλότερα στα χιονισμένα βουνά.  Οι βαριές απώλειες ανδρών που είχαν υποστεί τα Γερμανικά περίπολα  αλλά και οι συνεχείς δολιοφθορές από τους αντάρτες του Βοριά είχαν αναγκάσει τους Γερμανούς να μεταφέρουν στη περιοχή μια επίλεκτη μονάδα των σκληροτράχηλων   SS που ένας θεός ήξερε τι έμελλε να κάνουν. Η φήμη τους δεν προμήνυε τίποτα το ενθαρρυντικό.   
Το χωριό Λαγκαδίκι στο οποίο και θα  φιλοξενούσαν τον Άρη μέχρι αυτός να συνέλθει και να αποφασίσουν τι μέλλει γενέσθαι  θα ήταν ανυπεράσπιστο μιας και τον ελάχιστο πληθυσμό του αποτελούσαν  αποκλειστικά και μόνο  γυναικόπαιδα καθώς όλοι οι άνδρες του χωριού είτε  είχαν ήδη σκοτωθεί  είτε είχαν ενωθεί με  τους  αντάρτες…   
Ο Άρης προσπάθησε  επιστρατεύοντας την λογική του να αφομοιώσει όλα αυτά τα περίεργα τεκταινόμενα αλλά στο βάθος του μυαλού του αρνιόταν κατηγορηματικά να δεχτεί αυτό που συνέβαινε. Πίστευε πως πιθανότερο είναι να είχε αποκοιμηθεί μπροστά στη τηλεόραση και πως πρόκειται μάλλον για  κάποιο βαθύ και απόλυτα αληθοφανές όνειρο οφειλόμενο ίσως  στην υπερκατανάλωση  φθηνού κρασιού και ότι σε λίγο θα ξυπνούσε και θα συνέχιζε την φοιτητική του ζωή …. εν έτη 2008. 
Κοίταξε το δαχτυλίδι που φορούσε και το οποίο είχε ξεχάσει.  Αυτό που μάλλον του έσωσε τη ζωή. Του το είχε δώσει εχθές το βράδυ ο πατέρας του και όπως του είπε συγκινημένος ήταν το ίδιο δαχτυλίδι που φορούσε ο παππούς του,  ο ήρωας  αντάρτης και που το είχε κρατήσει ως μοναδικό ενθύμιο απ`αυτόν η γιαγιά του η Αγγελική. Ο Άρης αποκοιμήθηκε.

 Τρεις  εβδομάδες αργότερα και  είχε ήδη  αρχίσει να συνηθίζει τη νέα του ζωή. Όχι ότι περνούσε και καλά. Κάθε άλλο. Το κεφάλι του που μάλλον είχε υποστεί κάποια βαριά διάσειση  συνέχιζε να πονάει και προφανώς χρειαζόταν ειδικά φάρμακα για συνέλθει. Φάρμακα όμως που όχι μόνον δεν υπήρχαν στο χωριό αλλά που μάλλον δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθεί πόσο δε μάλλον  κατασκευαστεί. 
Όλη την ημέρα την περνούσε καλά  κρυμμένος στο πίσω μέρος ενός κοτετσιού και μόνο αφού έδυε ο ήλιος για καλά, τολμούσε να ξεμυτίσει από την κρυψώνα του και να μπει  στο σπίτι της οικογένειας που τον φιλοξενούσε. Οικογένεια που την αποτελούσαν μόνο η γριά μάννα του αρχηγού της αντάρτικης ομάδας και η δεκαοχτάχρονη αδελφή του η Αγγελική. Εκεί και αφού έτρωγαν όλοι μαζί το φτωχικό τους δείπνο, άφηναν την γριά να πάει στη γωνία για  να κοιμηθεί σε μια κουρελού δίπλα στο αναμμένο τζάκι ενώ ο Άρης κάθονταν και μιλούσε με τις  ώρες με την Αγγελική που κρεμασμένη από τα χείλη του άκουγε τις «φανταστικές» ιστορίες που της έλεγε για άλλους κόσμους με… τεράστια σπίτια, με διαστημικά ταξίδια και με μαύρα κουτιά μέσα από τα οποία ξεπηδούσαν χρωματιστές εικόνες από μέρη μακρινά….  Η Αγγελική με το πανέμορφο της πρόσωπο και τα τρυφερά της χείλη ήταν η μόνη παρηγοριά του Άρη και ζούσε για την στιγμή που θα την έβλεπε το βράδυ ή, όπως άρχισε  πλέον όλο και πιο συχνά να συμβαίνει, για την στιγμή που αυτή  θα τρύπωνε ξαφνικά μέσα στο κοτέτσι…Η λάγνα και συγχρόνως αθώα Αγγελική.

    Οι φήμες που από μέρες τώρα κυκλοφορούσαν μεταξύ των γυναικών του χωριού έγιναν αληθινές. Ένα πρωινό οι Γερμανοί κομάντος πλησίασαν και περικύκλωσαν το χωριό. Δυο θωρακισμένα τζιπ και καμιά εικοσαριά στρατιώτες έψαχναν για αντάρτες ή και για τυχόν πολεμοφόδια. Ευθυτενείς και σιδερόφρακτοι ξεκίνησαν τις έρευνες στα σπίτια του χωριού σπάζοντας πόρτες, αναποδογυρίζοντας έπιπλα και χαστουκίζοντας όποια γυναίκα είχε το θράσος να διαμαρτυρηθεί. 
Ο Άρης μέσα από την κρυψώνα του έβραζε από θυμό ακούγοντας τις Γερμανικές φωνές και τα κλάματα των παιδιών.  Αισθανόταν ανήμπορος και αυτό τον τρέλαινε. Όταν ένας στρατιώτης πλησίασε την κρυψώνα του ο Άρης δεν άντεξε. Χύμηξε σαν λυσσασμένος αίλουρος  από πίσω και με μια δυναμική που ούτε ο ίδιος δεν ήξερε ότι έχει κατάφερε να τον στραγγαλίσει πετώντας στην συνέχεια  το άψυχο κουφάρι μέσα στο κοτέτσι. Τώρα  ήταν οπλισμένος. Μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τα γυναικόπαιδα του χωριού των σωτήρων του.

Έχοντας τελειώσει την έρευνα στα σπίτια, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στην υποτυπώδη πλατεία του χωριού. Με άγριες φωνές που κανένας δεν καταλάβαινε τι έλεγαν  έδειξαν ότι θέλουν να πάρουν μαζί τους ως όμηρους όλα τα παιδιά του χωριού αλλά και κάποιες κοπέλες. Ανάμεσά τους και την Αγγελική. Ό Άρης παρακολουθούσε σφίγγοντας τις γροθιές του ενώ μέσα του η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Όταν ο επικεφαλής της ομάδας των κομάντο άρχισε να κτυπάει με τον υποκόπανο του όπλου του τις νεαρές γυναίκες  ο Άρης θόλωσε. Τα κλάματα της Αγγελικής τον εξαγρίωσαν. Τα πάντα γύρω του έσβησαν και μεταμορφώθηκε σε άγριο θηρίο. Βγαίνοντας απότομα από το κοτέτσι άρχισε θολωμένος να τρέχει προς την πλατεία πυροβολώντας ταυτόχρονα  προς το κέντρο της ομάδας των στρατιωτών. 
Οι απώλειές των Γερμανών από αυτή τη βροχή σφαιρών ήταν μεγάλες καθώς τόσο ή έκπληξη όσο και χαλαρότητα λόγω της σιγουριάς στην οποία βρίσκονταν, δεν τους επέτρεψε να αντιδράσουν άμεσα και στρατιωτικά. Μέχρι να συνέλθουν και να αντιδράσουν  έτσι όπως είχαν εκπαιδευθεί, ο Άρης είχε ήδη σκοτώσει τους περισσότερους και τώρα άρχισε να ρίχνει τις περίεργες Γερμανικές χειροβομβίδες που κρατούσε προς τα οχήματά τους. Μέσα στην παραζάλη του το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι  δεν ήθελε να του πάρουν την Αγγελική. Την αγαπούσε και θα την προστάτευε μέχρις θανάτου.
Η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Δεν πρόλαβε ούτε να το συνειδητοποιήσει. Πέθανε με την εικόνα της Αγγελικής καρφωμένη στον εγκέφαλό του. 


 Θεσσαλονίκη, χειμώνας του 2009.

Ο Μάρκος για μια ακόμη φορά έβαλε τα κλάματα. Καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα και έχοντας ήδη πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι κρασί άφησε τους λυγμούς του να εκτονωθούν. Εδώ και  αρκετούς μήνες δεν έκανε τίποτα άλλο από το να πίνει και να κλαίει κάθε βράδυ. Μόνος του. Παρέα με την ανάμνηση του μονάκριβου του γιου. Του Άρη. Του Άρη που πριν μερικούς μήνες εξαφανίσθηκε  τελείως ξαφνικά και  χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. Χωρίς λόγο. Ο Μάρκος αισθάνονταν ένοχος. Μήπως έφταιγε αυτός; Κλαίγοντας αποκοιμήθηκε. Στην πολυθρόνα. Μόνος του.

Από μικρός είχε συνηθίσει στην μοναξιά. Η μητέρα του είχε πεθάνει όταν αυτός ήταν οκτώ χρονών. Πατέρα δεν είχε γνωρίσει παρά μόνο μέσα από τις γλαφυρές  διηγήσεις της μητέρας του που κι`αυτή όμως τον μπαμπά του τον Αρίσταρχο τον ήξερε ελάχιστα, μόνο για μερικές εβδομάδες. Δεν ήξερε καν από πού προερχόταν…. Παππούδες και γιαγιάδες δεν γνώρισε.  Δεν τους πρόλαβε. 
Μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του τον φρόντισε για μερικά χρόνια  η χήρα του  θείου του Καπετάν Βοριά ή Μάρκου, αυτού που του είχαν δώσει και το όνομα. Όταν κι`αυτή ξαναπαντρεύτηκε ο Μάρκος πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί  έφτιαξε τη ζωή του και εκεί γνώρισε την Κορίνα και παντρεύτηκαν. 
Και όταν το 1983 ήρθε στη ζωή τους ο Άρης, ο Μάρκος πίστεψε πως όλα πια θα είναι τέλεια. Η Κορίνα όμως πέθανε από επιπλοκές στη γέννα και έτσι ο Μάρκος σφίγγοντας τα δόντια  αφοσιώθηκε  στην ανατροφή του μονάκριβού του… Του Άρη. Που τώρα χάθηκε μάλλον για πάντα.

Ξύπνησε απότομα και αμέσως έτρεξε προς το αποθηκάκι όπου οι εικόνες που είχε δει στο όνειρο τον κατεύθυναν. Άνοιξε με δύναμη την πόρτα και άρχισε να πετάει δεξιά και αριστερά τις χάρτινες κούτες με τα διάφορα άχρηστα αντικείμενα που βρίσκονταν εκεί.  Ώσπου το είδε. Έτσι όπως και στο όνειρο. Ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. Ένα κουτάκι που δεν το είχε ανοίξει ποτέ. Που το είχε σχεδόν ξεχάσει.  Που είχε ορκιστεί να ξεχάσει.
Ένα κουτάκι που του είχε δώσει κάποτε η μητέρα του και που ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που είχε φέρει από το Λαγκαδίκι όταν έφυγε στα δεκαεπτά του. Σχεδόν πενήντα χρόνια πριν.  Αισθάνθηκε ξαφνικά μια αγαλλίαση να τον κυριεύει. 
Το κράτησε στα χέρια του γνωρίζοντας αυτό που θα έβρισκε μέσα. Χαμογέλασε νευρικά. Το άνοιξε σιγά σιγά με χέρια τρεμάμενα και με τα μηνίγγια του να σπάνε. Βλέποντας το περιεχόμενο ξέσπασε σε γέλια…και μετά σε κλάμα.  
Είμαι στα αλήθεια μόνος σε αυτόν τον κόσμο  σκέφτηκε ενώ προσπαθούσε έντρομος να βάλει τις τρελές σκέψεις που τον έζωναν από παντού σε τάξη. Δεν μπόρεσε. 
Ο κόσμος γύρω του έσβησε. Έπεσε στο πάτωμα λιπόθυμος και η παλιά κιτρινισμένη φωτογραφία του γιου του… του Άρη του… έπεσε από τα χέρια του.

Μάριος Αντύπας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου