9.7.17

Το χρονικό του προαναγγελθέντος 3ου Μνημονίου…



Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να φιλοδόξησε με το ελληνικό παράδειγμα να αλλάξει την Ευρώπη, αλλά τα γεγονότα απέδειξαν πως δεν κατανοούσε επαρκώς τις δυναμικές και τις ισορροπίες στο επίπεδο του ευρωιερατείου. Αυτό είχε φανεί πολύ καθαρά από τις εκλογές του 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναδειχθεί με μικρή διαφορά δεύτερο κόμμα.




Από τότε και καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάποιοι εκ των συνομιλητών του έθεταν τον Τσίπρα αντιμέτωπο με την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που θα αντιμετώπιζε όταν θα κέρδιζε τις εκλογές. Ήταν από τότε προφανές πως οι δανειστές δεν θα έκαναν πίσω από τις απαιτήσεις τους επειδή οι Έλληνες θα είχαν ψηφίσει εναντίον του Μνημονίου. Αντιθέτως, θα επιδίωκαν να «ξεβρακώσουν» πολιτικά την αριστερή κυβέρνηση…



Οι λόγοι ήταν δύο:
·       Πρώτον, για να μη ρηγματωθεί το κυρίαρχο δόγμα της λιτότητας.
·       Δεύτερον για να στείλουν ένα αποτρεπτικό μήνυμα στους λαούς κυρίως της ευρωπαϊκής περιφέρειας για το τι τους περιμένει εάν δώσουν την ψήφο τους σε αντισυστημικά κινήματα που αμφισβητούν την πολιτική της λιτότητας και τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ορθοδοξία.
Ένας νέος με άστρο
Ο Τσίπρας, όμως, είχε αγκιστρωθεί στην εκτίμηση πως η Ελλάδα είναι συστημικός κίνδυνος. Ως εκ τούτου, πίστευε ότι τα αφεντικά της Ευρωζώνης θα αναγκάζονταν να διαπραγματευθούν με την αποφασισμένη κυβέρνησή του έναν έντιμο συμβιβασμό για να αποτρέψουν ανεπιθύμητους κλυδωνισμούς.
Το αξιοσημείωτο είναι πως αυτό δεν ήταν απλώς μία προεκλογική ρητορική για να ξεπεράσει δύσκολα ερωτήματα. Στην πραγματικότητα, ήθελε να πιστεύει όσα έλεγε. Ήταν ένας τρόπος να ξορκίζει τη σκοτεινή προοπτική και να διατηρεί ανέπαφο το όνειρο. Η τύχη, άλλωστε, τον είχε ευνοήσει σκανδαλωδώς. Από το περιθώριο της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τον προώθησε εκεί ο προηγούμενος πρόεδρος του κόμματος Αλέκος Αλαβάνος.
Όταν η κρίση μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό τυπικό κόμμα διαμαρτυρίας σε δεύτερο κόμμα (2012) αυτός έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τέλος, οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 του άνοιξαν την πόρτα για την εξουσία. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψει πως το άστρο του θα τον εγκατέλειπε όταν θα γινόταν πρωθυπουργός;
Ο αφελής ευρωπαϊσμός
Δεν ήταν, όμως, μόνο η ψυχολογική του ανάγκη που τροφοδοτούσε τη μετέωρη αισιοδοξία του. Ήταν και ο ιδιότυπα αφελής ευρωπαϊσμός του. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το κυρίαρχο ρεύμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παραλλήλως με την κριτική που ασκούσε, έτρεφε μία εξιδανικευμένη εικόνα για τον τρόπο που λειτουργεί η ΕΕ.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015 –όπως αργότερα ομολόγησε ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός σε συνέντευξή του– αυτός και οι αρμόδιοι υπουργοί του περιορίσθηκαν σε προφορικές υποσχέσεις του Μάριο Ντράγκι και δεν απαίτησαν γραπτή δέσμευση του Eurogroup για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας. Κι αυτό, παρότι είχε μπροστά της (κατά τη διάρκεια της τετράμηνης μεταβατικής περιόδου από τις αρχές Μαρτίου μέχρι το τέλος Ιουνίου 2015) δανειακές υποχρεώσεις ύψους πάνω από 7,5 δισ. Τις πλήρωσε “τρώγοντας τις σάρκες”, δηλαδή συγκεντρώνοντας τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Έχοντας συνείδηση της δυσχερούς κατάστασης, στην οποία βρισκόταν η ελληνική οικονομία, το ευρωιερατείο είχε πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 την τάση να θεωρεί σχεδόν δεδομένο ότι μόλις γινόταν πρωθυπουργός ο Τσίπρας θα έκανε γρήγορα την περιβόητη “κωλοτούμπα”. Όταν μετά τις εκλογές φάνηκε πως δεν ήταν διατεθειμένος να μπει στο μνημονιακό μονοπάτι, του πέρασαν τη θηλιά στον λαιμό.
Η ανώμαλη προσγείωση
Η συνέχεια είναι γνωστή. Από την επομένη της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου 2015, ο Σόιμπλε και άλλοι σκληροπυρηνικοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, με αλλεπάλληλες δηλώσεις, καλλιέργησαν συστηματικά κλίμα αβεβαιότητας. Με τη σειρά του, το κλίμα αβεβαιότητας προκάλεσε αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα, πάγωσε την αγορά και βεβαίως δεν άφησε κανένα περιθώριο για επενδύσεις. Μπορεί στο πρώτο εξάμηνο του 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα να μην έλαβε υφεσιακά μέτρα, αλλά αφέθηκε να παρασυρθεί σε μία φθοροποιό διαπραγματευτική διελκυστίνδα με αποτέλεσμα η οικονομία να υποστεί βαρύτατες βλάβες.
Το πρώτο πεντάμηνο της πρωθυπουργίας του ήταν για τον Τσίπρα μία συνεχής επώδυνη και συχνά ανώμαλη προσγείωση σ’ ένα πλαίσιο που είχε οριοθετηθεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ευρωιερατείου. Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του δήλωναν από πολύ νωρίς πως η επίτευξη συμφωνίας ήταν ζήτημα ημερών, αλλά συνεχώς διαψεύδονταν.
Οι διαβεβαιώσεις εκείνες εξυπηρετούσαν τη σκοπιμότητα καθησυχασμού των καταθετών και αποτροπής τραπεζικού πανικού. Ταυτοχρόνως, όμως, αντανακλούσαν και δικές τους αυταπάτες. Ήταν αποκαλυπτική η ομολογία του Τσίπρα στη Βουλή πως το σχέδιο συμφωνίας που του είχε παραδώσει ο Γιούνκερ στα μέσα Ιουνίου 2015 ήταν γι’ αυτόν μία δυσάρεστη έκπληξη.



Πολλαπλές αυταπάτες
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έτρεφε αυταπάτες και για το αποτέλεσμα της πολιτικής παρέμβασης των Ευρωπαίων ηγετών στις διαπραγματεύσεις που με τόση επιμονή επιζητούσε. Σωστά θεωρούσε πως όσο η διαπραγμάτευση παρέμενε αποκλειστικά στο επίπεδο των τεχνοκρατών, αυτοί θα επανέρχονταν στα μνημονιακά προαπαιτούμενα της 5ης αξιολόγησης του 2ου Μνημονίου, τα οποία ήταν σε εκκρεμότητα. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχαν περιθώρια για έναν έντιμο συμβιβασμό, όπως τον αντιλαμβανόταν ο Τσίπρας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, έπρεπε να είχε συνείδηση πως οι τεχνοκράτες δεν έκαναν του κεφαλιού τους. Εκτελούσαν εντολές. Στην πραγματικότητα, όλο εκείνο το διάστημα το ευρωιερατείο κρυβόταν πίσω από τους τεχνοκράτες της Τρόικας. Όταν ο κόμπος έφθασε στο χτένι και οι πολιτικοί ηγέτες μπήκαν στο γήπεδο, αποδείχθηκαν ακόμα πιο σκληροί.
Στη συνάντηση των πέντε στο Βερολίνο (Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ, Ντράγκι και Λαγκάρντ) εκείνη την εποχή, ο συμβιβασμός που επήλθε μεταξύ των  δανειστών ήταν σε βάρος της Ελλάδας. Το ΔΝΤ υποχώρησε στην απαίτησή του για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, λόγω της άρνησης των Ευρωπαίων. Οι δε Ευρωπαίοι αποδέχθηκαν τη συμπερίληψη στην πρόταση των σκληρών μέτρων του ΔΝΤ. Μόνο η πλευρά Σόιμπλε πήρε δύο στα δύο.
Το σχέδιο των δανειστών δεν πήρε σ’ εκείνη τη φάση τη μορφή τελεσιγράφου. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν. Γι’ αυτό και αντί να εξετάσουν την 47σέλιδη πρόταση της Αθήνας, την πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων και έβαλαν στο τραπέζι τη δική τους πρόταση.
Πλήρης υποταγή
Ο Τσίπρας ζητούσε μία συμφωνία-λύση που θα διέλυε οριστικά το κλίμα αβεβαιότητας και θα αντιμετώπιζε το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και το ζήτημα μίας αναπτυξιακής προοπτικής. Γι’ αυτό και μετά από πέντε σχεδόν μήνες διαπραγματεύσεων, η ελληνική κυβέρνηση έφθασε ουσιαστικά να αποδεχθεί πάνω από το 80% των απαιτήσεων της Τρόικας.
Οι δανειστές, όμως, αρνήθηκαν μέχρι το τέλος να αποδεχθούν κάτι που έστω και να μοιάζει με αυτό που ζητούσε η Αθήνα. Επέμεναν να τα πάρουν όλα, ή σχεδόν όλα. Γι’ αυτό και ουσιαστικά τήρησαν σ’ όλες τις φάσεις της διαπραγμάτευσης αδιάλλακτη στάση, ενώ τη ίδια στιγμή αυτοπροβάλλονταν σαν υπόδειγμα ευελιξίας! Γι’ αυτούς αποδεκτή πρόταση ήταν μόνο όποια συνιστούσε πλήρη υποταγή της Αθήνας, πλήρη προσαρμογή της στις απαιτήσεις τους.
Μερικές ημέρες πριν τελειώσει ο Ιούνιος και λήξει η τετράμηνη παράταση ο Τσίπρας έκανε κι άλλες φορές πρόσθετα βήματα πίσω για να γεφυρώσει την απόσταση που τον χώριζε από το σχέδιο των δανειστών. Και οι νέες ελληνικές υποχωρήσεις, όμως, χαρακτηρίσθηκαν ανεπαρκείς.
Ψάχνοντας διέξοδο στο δημοψήφισμα
Όταν διαπίστωσε ότι η άλλη πλευρά δεν μετακινείται στο ελάχιστο και βρέθηκε αντιμέτωπος με την επώδυνη πρόταση-τελεσίγραφο του Γιούνκερ, ο πρωθυπουργός έφθασε στα όριά του. Μην έχοντας ούτε χρόνο ούτε εναλλακτικές λύσεις, κατέφυγε στην προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ελπίζοντας ότι η επικράτηση του ΟΧΙ θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση του. Κι αυτό παρότι τα μηνύματα που δημοσίως έστελνε το ευρωιερατείο στην Αθήνα ήταν κατά ριπάς και πανομοιότυπα: Εάν δεν αποδεχθεί το σχέδιο των δανειστών η Ελλάδα θα αφεθεί να χρεοκοπήσει.
Πριν ακόμα προκηρυχθεί το δημοψήφισμα, το κλίμα που με δηλώσεις και δηλητηριώδεις διαρροές καλλιεργούσαν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, δημιούργησε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης επί της κυβέρνησης Τσίπρα. Οι εκροές καταθέσεων διογκώνονταν. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν ένα μόλις βήμα πριν την εκδήλωση τραπεζικού πανικού.
Η Αθήνα κατήγγειλε μεθοδεύσεις που είχαν σκοπό να την οδηγήσουν σε άνευ όρων παράδοση, αλλά αυτό δεν άλλαξε τη σκληρή πραγματικότητα. Χωρίς την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές και εξασφάλιση χρηματοδότησης, η Ελλάδα δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της, γεγονός θα μετέτρεπε την εκροή καταθέσεων σε bank run. 

Η προκήρυξη δημοψηφίσματος το μόνο που έκανε σ’ αυτό το επίπεδο ήταν να επισπεύσει τον τραπεζικό πανικό κατά τέσσερις ημέρες. Η προοπτική αυτή και το αναπόφευκτο capital control ήταν ο ισχυρότερος μοχλός πίεσης των δανειστών προς την Αθήνα. Πράγματι, με την άρνηση της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) να δώσει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, ο μερικός στραγγαλισμός των προηγούμενων μηνών μετατράπηκε αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος σε ολοκληρωτικό στραγγαλισμό.
Δεδομένου πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε την πρόθεση να φύγει από την Ευρωζώνη, δεν είχε προετοιμασθεί για μία ρήξη. Το μόνο διαπραγματευτικό όπλο της ήταν ο φόβος ορισμένων μελών του ευρωιερατείου για τις επιπτώσεις ενός Grexit. Όπως αποδείχθηκε, όμως, αυτό δεν ήταν επαρκές όπλο, δεδομένου ότι η ομάδα Σόιμπλε ήταν διατεθειμένη να σπρώξει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Σταύρος Λυγερός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου