19.10.12

Ο φίλος μου ο Νίκος.

Αναδημοσιεύουμε από το μπλογκ του φίλου Γιάννη Φαίλτορα, μια πολύ παραστατική εικόνα της πρόσφατης Ελλάδας


(Μια, σχεδόν, αληθινή ιστορία)

Θυμάμαι το Νίκο στο χωριό τα καλοκαίρια. Αγροτόπαιδο με κόκκινα μάγουλα, αδύνατος, όχι πολύ ψηλός, όλη τη μέρα στα πρόβατα και στα χωράφια. Το τρίτο αγόρι της οικογένειας. Είχε κι άλλα δυο αδέρφια μεγαλύτερα. Ο πατέρας κτηνοτρόφος, πάλευε όλη μέρα με τα θεριά της φύσης να αναστήσει την οικογένεια. Ξύπναγε αχάραγα, να πάει να ποτίσει, μετά να αρμέξει, να σπείρει τριφύλλι, να θερίσει αραποσίτι, να μαζέψει στερφάδια, να, να, να… Δύσκολη και άχαρη ζωή. Και τα παιδιά από κοντά από μικρά. Μόλις τέλειωνε το σχολειό, όλο και κάποια δουλειά είχανε να κάνουνε. Και η κυρά, το σπίτι, το περιβόλι, τις κότες…
Εμείς οι «πρωτευουσιάνοι» πιτσιρίκοι και έφηβοι που παραθερίζαμε όλο το καλοκαίρι στο χωριό, παίρναμε γερή γεύση αυτού του τρόπου ζωής, αφού πολλές φορές για χάρη της παρέας αλλά και της ελευθερίας που χάριζε απλόχερα η φύση, πηγαίναμε από κοντά σε αυτές τις δουλειές. Και η αλήθεια είναι ότι μάθαμε πολλά. Και καταλάβαμε πόσο δύσκολη κι αχάριστη, πολλές φορές,  είναι η αγροτική ζωή…


O Νίκος, λοιπόν, γράμματα πολλά δεν έμαθε ποτέ. Τις τάξεις τις πέρναγε με μεγάλη δυσκολία και πρέπει να ‘μεινε και κανα δυο χρονιές. Αλλά ούτε ήταν και ιδιαίτερα κοινωνικός. Δεν συμμετείχε στις παρέες και στα νυφοπάζαρα με τις ατέλειωτες βόλτες από τη μια μεριά του χωριού στην άλλη.  Ένα βράδυ εμφανίστηκε στο τοπικό μπαράκι. Ξυρισμένος, γυαλισμένος. «Βάλε μου ένα Τζακ», είπε με στόμφο στο Μπάμπη τον μπάρμαν. «Βρε κερατά, και ασβέστη να σου βάλω, χαμπάρι δε θα πάρεις! Που μου θες και Τζακ Ντάνιελς. Που το ‘μαθες εσύ αυτό. Στο μαντρί;». Χαμογέλασε ο Νίκος, κατάπιε την προσβολή, αλλά δεν είπε τίποτα. Συνέχισε αμέριμνος. Αυτή ήταν από τις σπάνεις εμφανίσεις του στα εφηβικά δρώμενα των ατέλειωτων καλοκαιριών μας. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε ποιμαίνοντας αμνοερίφια…
Κάποια χρόνια αργότερα, λίγο μετά τους Ολυμπιακούς, μετά ενώ βάδιζα στην οδό Πανεπιστημίου, έξω από το αλήστου μνήμης υπουργείο προεδρίας, να σου μια γνωστή φυσιογνωμία ξεπρόβαλλε στρίβοντας από την Κουμπάρη. «Δεν είναι δυνατόν», είπα μέσα μου. Ο Νίκος! Στολισμένος, με ωραίο πουκαμισάκι, μαλλί τζελαριστό, γυαλιστερό σκαρπίνι και ένα φάκελο παραμάσχαλα να βαδίζει, μάλλον βιαστικός. «Γεια σου ρε πατρίδα» του φώναξα και του ‘δωσα το χέρι.
«Γεια σου Γιάννο. Τι κάνεις;» μου απάντησε χαμογελαστός και με μια αίσθηση σιγουριάς. Ξέρετε τώρα πως είναι να ανταμώνουν δυο πατριώτες στο κέντρο της Αθήνας.
«Που είσαι ρε Νικόλα;» τον ρώτησα. «Τι κάνεις εδώ;»
«Πάω στο υπουργείο» μου απάντησε.
«Ποιο υπουργείο» των ξαναρώτησα, με κάποια υποψία.
 «Στο Αθλητισμού» μου είπε σαν να ήταν το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο.
«Και τι κάνεις εσύ ρε Νίκο στο υπουργείο Αθλητισμού» τον ξαναρώτησα.
«Εκεί δουλεύω!» μου απάντησε.
«Σοβαρά; Από πότε;»
«Πήγα στην αρχή στο 2004» μου είπε, εννοώντας προφανώς τον οργανισμό. «Και μετά με πήρανε με σύμβαση στο υπουργείο. Και τώρα ετοιμάζομαι για το Πεκίνο!» μου είπε με καμάρι.
«Και τι θα κάνεις στο Πεκίνο ρε Νίκο;» τον ρώτησα με εμφανή την έκπληξη και την απορία στο πρόσωπό μου, αν και προσπάθησα να το κρύψω.
«Είμαι στην αποστολή της συμβουλευτικής επιτροπής που θα συνεργαστεί με τους Κινέζους για τους δικούς τους αγώνες» μου απάντησε με σταθερή φωνή. Μάλιστα! Ο Νίκος στο Πεκίνο. Να συμβουλεύει του Κινέζους. Δεν ήξερα αν θα πρέπει να βάλω τα γέλια ή να πάρω τα βουνά να γίνω εγώ τσοπάνος!
«Και τα αδέρφια σου τι κάνουνε» το ρώτησα. ;
«Καλά» μου είπε. «Ο Μιχάλης είναι στο Γενικό Κρατικό, και ο Κώστας στη Βουλή».
«Ποια Βουλή;» του λέω. «Αυτή εδώ παρακάτω;» και γύρισα δείχνοντάς του προς τα λουλουδάδικα στο Σύνταγμα.
«Ναι μου λέει. Αυτή. Έχουμε κι άλλη;»….
Όχι ρε γαμώτο. Αυτή τη ρημάδα έχουμε. Και μέσα σε αυτή ήτανε, τότε, και ο βουλευτής που τακτοποίησε τα τρία αδέρφια. Το ότι ήταν ΠΑΣΟΚος μάλλον δεν έχει και τόση σημασία. Τα τακτοποίησε τα παιδιά μια χαρά. Ο κομματάρχης, που ανέλαβε τη μεσιτεία ήταν ο οδηγός του βουλευτή ο οποίος έλυνε και έδενε στο νομό. Ο κομματάρχης, λοιπόν, αυτός αποσπάσθηκε στο υπουργείο οικονομικών γιατί εκεί «τα μιστά» που έλεγε και η Σαπφώ Νοταρά, παίζανε σε άλλα νούμερα. Και κατέβηκε και υποψήφιος δήμαρχος με την υποστήριξη του κόμματος. Βολεύτηκαν και άλλοι απ’ ότι έμαθα αργότερα. ΟΣΕ, ΗΣΑΠ, ΟΛΠ αλλά η βάση ήταν το Αθλητισμού. Και την περνάγανε κοτσάνι. Και το καλοκαίρι ήταν όλοι πρώτη μούρη εις τας πολιτιστικάς εκδηλώσεις του συλλόγου. Είδανε και Μπρεχτ. Πήρανε κι «αμάξι». Φτιάξανε και το πατρικό. Οι επιδοτήσεις πέφτανε για τα κοπάδια και τις ελιές. Και συνέχισαν την αγροτική ζωή στο facebook παίζοντας Farmville.
Το Νίκο τον ξανάδα πέρυσι στους Αγανακτισμένους. Αγανάκτησε φαίνεται κι αυτός με τους δωσίλογους και τους προδότες. Ίσως αγανάκτησε από τη μόλυνση του Πεκίνου. Δεν τον πλησίασα για να του μιλήσω. Κι εγώ τώρα, μετανάστης στο μακρινό βορά, μακριά από την οικογένειά μου και την πατρίδα μου, σκέφτομαι πόσο μαλάκας είμαι  που δε βρήκα το δρόμο για το Πεκίνο…


1 σχόλιο: